“Στις φλόγες - το καυτό θέμα της κλιματικής αλλαγής”

Στις φλόγες – το καυτό θέμα της κλιματικής αλλαγής
Ναόμι Κλάιν

Τιμή 20 ευρώ, 320 σελίδες
Εκδόσεις Κλειδάριθμος

Bιβλιοκριτική: Ευκλείδης Μακρόγλου
Σοσιαλισμός από τα Κάτω Νο142, Σεπτέμβρης-Οκτώβρης 2020

Η Ναόμι Κλάιν ήδη από τον τίτλο προδιαθέτει για την κεντρική ιδέα του νέου της βιβλίου: την επιτακτική ανάγκη να ληφθούν ριζικά μέτρα για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, που μετατρέπεται γρήγορα σε υπαρξιακή κρίση για ολόκληρη την ανθρωπότητα.

Έρχεται σε μια στιγμή που οι συνεχιζόμενες περιβαλλοντικές καταστροφές επηρεάζουν εκατομμύρια ανθρώπους παγκόσμια, ενώ ταυτόχρονα ένα διεθνές κίνημα παλεύει για να επιβάλει λύσεις πιο ριζοσπαστικές από ποτέ. Γι’ αυτό είναι ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο για όσους και όσες αγωνίζονται για να σταματήσουν τις καταστροφικές επιθέσεις ενάντια στο περιβάλλον, από τις μάχες ενάντια στις επιθέσεις της ΝΔ και του Χατζηδάκη εδώ, μέχρι τη συλλογική αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης.

Η αφορμή για την έκδοση του βιβλίου δεν είναι η ίδια η επιταχυνόμενη κλιματική αλλαγή, αλλά το κύμα νεανικής κινητοποίησης που ξέσπασε τον Μάρτη του 2019 διεθνώς και κορυφώθηκε τον περασμένο Σεπτέμβρη, με εκατομμύρια διαδηλωτές να ξεχύνονται σε ορμητικά ποτάμια παγκόσμια, δηλώνοντας με τον πιο εμφατικό τρόπο ότι δεν είναι μόνο ο πλανήτης που φλέγεται, αλλά και τα κοινωνικά κινήματα.

Με αυτήν την έννοια, στο βιβλίο της Κλάιν (που αποτελείται από άρθρα της που γράφτηκαν στο βάθος μιας δεκαετίας), από τη μία αποτυπώνει γλαφυρά τις διαρκώς εντεινόμενες καταστροφές που ανατροφοδοτούν την κλιματική αλλαγή, από την τεράστια πετρελαιοκηλίδα στον κόλπο του Μεξικού που προκάλεσε η ΒΡ το 2010, μέχρι τον τυφώνα Μαρία που έπληξε το Πουέρτο Ρίκο και τις καταστροφικές πυρκαγιές στην Β. Αμερική το 2017-2018. Δεν παραλείπει την αναφορά της στην πυρκαγιά στο Μάτι, την φονικότερη στη σύγχρονη ευρωπαϊκή ιστορία.

Πρόκειται για περιβαλλοντικές καταστροφές που προκαλούνται από ένα ασύδοτο σύστημα και γιγαντώνονται καθημερινά (μόλις πριν λίγες μέρες ο Μαυρίκιος, νησιωτική χώρα στον ινδικό ωκεανό, κηρύχθηκε σε κατάσταση «έκτακτης περιβαλλοντικής ανάγκης» μετά τη διαρροή τόνων καυσίμων από ιαπωνικό δεξαμενόπλοιο που «έσπασε» στα δύο, ενώ οι φονικές πλημμύρες στην Εύβοια αποτελούν το πιο πρόσφατο ανάλογο επεισόδιο στη χώρα μας).

Από την άλλη, η Κλάιν αναδεικνύει την ελπίδα για την αναστροφή αυτής της κατάστασης που έρχεται από τα κάτω. Για την ίδια, «η αντικατάσταση του τωρινού βάναυσου συστήματος με ένα σαφώς δικαιότερο φαίνεται πως δεν είναι πλέον ζήτημα απλώς ιδεολογικών προτιμήσεων, αλλά υπαρξιακή ανάγκη για όλο το είδος» (σελ. 116).

Έτσι, η συγγραφέας αναγορεύει συστηματικά τον καπιταλισμό ως υπαίτιο της περιβαλλοντικής καταστροφής, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στις πολυεθνικές των ορυκτών καυσίμων, χωρίς να ξεχνά την αναφορά στον μεγαλύτερο θεσμικό καταναλωτή ορυκτών καυσίμων παγκόσμια, το αμερικανικό πεντάγωνο. Προχωράει δηλαδή και συστηματοποιεί παραπέρα τα προηγούμενα συμπεράσματά της, στοχεύοντας στην καρδιά του προβλήματος.

Περιγράφει την διαδικασία ριζοσπαστικοποίησης της επιστημονικής κοινότητας μπροστά στη συνεχιζόμενη για δεκαετίες άρνηση των κυβερνήσεων να αναλάβουν οποιοδήποτε αποτελεσματικό μέτρο, αφού μερίδα επιστημόνων καλούν πια σε μια «επαναστατική αλλαγή στην πολιτική και οικονομική ηγεμονία» (σελ. 119). Ταυτόχρονα, τονίζει τους τρομακτικούς κινδύνους και το δυστοπικό μέλλον που επιφυλάσσουν οι προτάσεις της «γεωμηχανικής» επιστήμης. Πρόκειται για προτάσεις επιστημόνων που λίγο-πολύ υποστηρίζουν πως δεν χρειάζεται να μειωθούν οι εκπομπές, αλλά θα μπορέσουμε να ελέγξουμε το πρόβλημα λ.χ. αν αυξήσουμε τεχνητά το φυτοπλαγκτόν στη θάλασσα που θα απορροφά διοξείδιο του άνθρακα ή αν παρέμβουμε στη σύσταση της ατμόσφαιρας κάνοντας τον ουρανό λευκό ώστε να αντανακλά περισσότερη ηλιακή ακτινοβολία!

Παίρνει αποστάσεις από τις φωνές που καλούν σε λύσεις του «πράσινου καπιταλισμού» και σε αλλαγές της ατομικής κατανάλωσης και συμπεριφοράς, ενώ καυτηριάζει όσους υποστηρίζουν ότι η κλιματική αλλαγή είναι αναπόφευκτο αποτέλεσμα της «ανθρώπινης φύσης». Αντίθετα, υποστηρίζει πως η κλιματική αλλαγή χρειάζεται να αντιμετωπιστεί συνολικά από την αριστερά, ενώνοντας τον αντικαπιταλισμό με την μάχη για «κλιματική δικαιοσύνη», σε ένα περιβάλλον που γίνεται ολοένα καθαρότερο πως αυτοί που προκαλούν την καταστροφή έχουν τους τρόπους να αποφύγουν τις συνέπειές της, ενώ εκατομμύρια άλλοι αντιμετωπίζουν το μέλλον της κλιματικής προσφυγιάς.

Η Κλάιν αντιλαμβάνεται πολύ σωστά πως το μέγεθος του κινδύνου απαιτεί συνολικές απαντήσεις, συντονισμό των κινημάτων και γενίκευση των διεκδικήσεων. Για να χρησιμοποιήσουμε μια δικιά της φράση, «οι επικαλυπτόμενες κρίσεις μας είναι όντως αναπόσπαστα συνδεδεμένες και μπορούν να ξεπεραστούν μόνο με ένα ολιστικό όραμα κοινωνικής και οικονομικής μεταμόρφωσης» (σελ. 267). Έτσι, η μάχη ενάντια στην κλιματική αλλαγή θα πρέπει να μπολιάζεται με τον αντιρατσισμό (όπως θέτει εύστοχα, οι κάτοικοι των νησιών Ναούρου που αύριο θα αντιμετωπίσουν το φάσμα της προσφυγιάς λόγω της ανόδου της στάθμης της θάλασσας, επιστρατεύονται για την απάνθρωπη διαχείριση των σημερινών προσφύγων), τους αντιιμπεριαλιστικούς αγώνες και τη μάχη των αυτόχθονων λαών που βλέπουν τις περιοχές τους να καταστρέφονται, αλλά και το αντιπολεμικό κίνημα ενάντια στην απειλή για την ειρήνη που φέρνουν οι εξορύξεις.

Κάνοντας αυτές τις συνδέσεις, προτείνει την υιοθέτηση ενός συνολικού προγράμματος που να απαντά στις επιθέσεις των κάθε λογής αρνητών της κλιματικής αλλαγής, βάζοντας στο κέντρο τη συμμετοχή των συνδικάτων και του εργατικού κινήματος, ιδιαίτερα για τον σχεδιασμό της επόμενης ημέρας, προβάλλοντας το σύνθημα «αφήστε στη γη το πετρέλαιο και το αέριο, αλλά μην αφήσετε πίσω κανέναν εργαζόμενο» (σελ. 239).

Όπως γράφει, «δεν υπάρχει σημαντική πρόοδος στην κλιματική αλλαγή χωρίς δικαιοσύνη» (σελ. 202). Συμπυκνώνει έτσι τα αιτήματα ενός ολόκληρου κινήματος, που απαιτεί μεταξύ άλλων να σταματήσει άμεσα τις εκπομπές αερίων το πλουσιότερο 10-20% των καπιταλιστικών κρατών και ταυτόχρονα να διοχετεύσει πόρους προς τον παγκόσμιο νότο για να βοηθήσει την ενεργειακή μετάβαση στις φτωχότερες χώρες, ακόμα και αποζημιώνοντας όσους υφίστανται τις καταστροφικές συνέπειες μιας κρίσης που δεν προκάλεσαν σε κανένα βαθμό οι ίδιοι.

Και ως προς τον πρώτο στόχο (την μείωση των εκπομπών), υιοθετεί το «Πράσινο Νιου Ντηλ», ένα πρόγραμμα που παρουσιάστηκε επίσημα ως δέσμη νομοθετικών μέτρων στα τέλη Μάρτη του 2019 στο αμερικάνικο κογκρέσο από την Αλεξάντρια Οκάζιο Κορτέζ. Μεταξύ άλλων βάζει τον στόχο για μηδενισμό των εκπομπών στις ΗΠΑ μέσα στην επόμενη δεκαετία. Όσο για την ερώτηση των επικριτών του προγράμματος για το που θα βρεθούν τα λεφτά, η συγγραφέας υπερβαίνει την κριτική που δέχονται οι εισηγητές του σχεδίου (η Κορτέζ θεωρεί ότι θα πρέπει να χρηματοδοτηθεί με νέο δανεισμό, όπως χρηματοδοτήθηκαν οι πολεμικές επιχειρήσεις και οι φορολογικές μειώσεις) και επικεντρώνεται στο σωστό μέτρο της φορολόγησης των πιο πλούσιων, ιδιαίτερα όσων επιχειρήσεων ρυπαίνουν, αλλά και των τραπεζών που για δεκαετίες υποστηρίζουν τις εξορυκτικές επενδύσεις. Καλεί επίσης σε μία μείωση των στρατιωτικών εξοπλισμών που θα απελευθερώσει κονδύλια για την ενεργειακή μετάβαση.

Σε ότι αφορά την εφαρμογή ενός τέτοιου προγράμματος, για τους υποστηρικτές του, «το σχέδιο είναι λίγο έως πολύ ξεκάθαρο: Εκλέξτε έναν ισχυρό υποστηρικτή του Πράσινου Νιου Ντηλ στις προκριματικές των Δημοκρατικών· καταλάβετε τον Λευκό Οίκο, τη Βουλή και τη Γερουσία το 2020, και αρχίστε την εφαρμογή του από την πρώτη μέρα της νέας κυβέρνησης» (σελ. 37). Όμως είναι φανερό πως η συγκλονιστική δυναμική της νέας ριζοσπαστικοποίησης για το κλίμα που αποκτά παγκόσμιες διαστάσεις, δεν μπορεί να περιοριστεί σε προεκλογικές καμπάνιες και κοινοβουλευτικές διαδικασίες που καταλήγουν ξανά και ξανά σε αδιέξοδα (ο Μπάιντεν που θα διεκδικήσει τελικά το Νοέμβρη την προεδρία για τους δημοκρατικούς δεν έχει υιοθετήσει την ατζέντα του Πράσινου Νιου Ντηλ). Εξάλλου και η ίδια η Κλάιν αναγνωρίζει ότι μια τόσο ριζοσπαστική αλλαγή απαιτεί ένα συνολικό ξεπέρασμα των δεσμών της «οικονομίας της αγοράς», και γι’ αυτό δεν μπορεί να εξαρτάται από κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες και συμβιβασμούς που μεταθέτουν συνεχώς τους στόχους και τα πιο δύσκολα μέτρα για το μέλλον (και την επόμενη κυβέρνηση).

Τελικά όμως η Κλάιν δυσκολεύεται να ξεφύγει από το σχήμα «προοδευτική κυβέρνηση και κοινωνικό κίνημα που την πιέζει “από τα έξω” να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις». Κατά τη γνώμη μας εδώ εντοπίζεται μια αδυναμία: ενώ αναγνωρίζει πως οι πολιτικές του Νιου Ντηλ εφαρμόστηκαν από τον Ρούσβελτ γιατί «φάνηκαν τότε ως ο μόνος τρόπος να αναχαιτιστεί μια πλήρης επανάσταση» (σελ. 262), η Κλάιν συμπλέει τελικά με μια πολιτική πρόταση της ίδιας λογικής, που θα εφαρμοστεί δηλαδή δια της κοινοβουλευτικής οδού, παρόλο που από όλο το έργο της γίνεται ολοφάνερο πως αν κάτι απαιτείται για την αντιμετώπιση μιας από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της ανθρωπότητας, είναι ακριβώς αυτό: μια πλήρης επανάσταση.

2020 “Στις φλόγες - το καυτό θέμα της κλιματικής αλλαγής”