"Όλη νύχτα εδώ - Μια προφορική ιστορία της Εξέγερσης του Πολυτεχνείου"

Όλη νύχτα εδώ -
Μια προφορική ιστορία της Εξέγερσης του Πολυτεχνείου
Επιμέλεια-εισαγωγή: Ιάσονας Χανδρινός

25 ευρώ, 792 σελίδες
Εκδόσεις Καστανιώτη

Bιβλιοκριτική:Kώστας Πίττας
Σοσιαλισμός από τα Κάτω Νο138, Γενάρης-Φλεβάρης 2020

Το βιβλίο που επιμελήθηκε ο ιστορικός Ιάσονας Χανδρινός «Όλη Νύχτα Εδώ» είναι σίγουρα ένα από τα πιο πολυσυζητημένα της χρονιάς που έκλεισε. Κυκλοφόρησε πάνω στην επέτειο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου και έγινε στόχος επιθέσεων που πυροδότησαν μια ολόκληρη αντιπαράθεση.

Κάθε ιστορικό έργο κρίνεται από το περιεχόμενο στο σύνολό του. Ξεκινώντας από αυτή την αφετηρία, δηλώνω από την αρχή απερίφραστα ότι το βιβλίο του Χανδρινού αξίζει να διαβαστεί. Αποτελεί, όπως λέει και ο υπότιτλός του, μια ‘προφορική ιστορία’ που ζωντανεύει την εξέγερση του Πολυτεχνείου μέσα από τις προσωπικές αφηγήσεις 81 αγωνιστριών και αγωνιστών που συμμετείχαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στα γεγονότα.

Όλα τα βασικά χαρακτηριστικά που σημάδεψαν το Πολυτεχνείο ξετυλίγονται στις 800 σελίδες του βιβλίου: Η εισβολή στο πολιτικό προσκήνιο του μαζικού κινήματος και ο χαρακτήρας του Νοέμβρη 1973 ως μια πραγματική εξέγερση. Η ριζοσπαστικοποίηση της φοιτητικής νεολαίας που πυροδότησε το δυναμικό χαρακτήρα της εξέγερσης και το πώς αυτή ήταν αντανάκλαση και κομμάτι μιας παγκόσμιας ριζοσπαστικοποίησης. Ο καθοριστικός ρόλος της εργατικής τάξης στο να δοθεί στην κατάληψη του Πολυτεχνείου μια μαζική διάσταση και να κλιμακωθεί η πάλη ενάντια στη δικτατορία και σε ό,τι αυτή πρέσβευε. Η πολιτική αντιπαράθεση ανάμεσα στις οργανωμένες δυνάμεις της ρεφορμιστικής και της επαναστατικής αριστεράς για την προοπτική της πάλης του φοιτητικού κινήματος (από το αν θα γίνει και θα κρατήσει η κατάληψη, μέχρι το αν ο αγώνας πρέπει να περιοριστεί σε ‘φοιτητικά αιτήματα’ ή να γενικευθεί σε αντιχουντική, αντιμπεριαλιστική, αντικαπιταλιστική κατεύθυνση).

Προφανώς, όπως σε κάθε ‘προφορική ιστορία’, στις συνεντεύξεις κυριαρχεί ο έντονος προσωπικός βιωματικός χαρακτήρας. Όμως, αυτό που αναδύεται ξεκάθαρα είναι το ‘από τα κάτω’. Το ότι η εξέγερση ήταν οι χιλιάδες που συγκρούστηκαν με την αστυνομία και αναμετρήθηκαν με τα τανκς, οι νέοι, εργάτες, εργάτριες, μαθητές και ‘απλός κόσμος’ που έφτιαχναν οδοφράγματα ακόμα και το Σάββατο το απόγευμα, πολλές ώρες μετά την εισβολή του τανκ στο Πολυτεχνείο. Άνθρωποι, δηλαδή, που μέχρι τότε ακόμα και ένα μεγάλο μέρος της Αριστεράς τους θεωρούσε ‘απολίτικους’ που ενδιαφέρονται μόνο για το ‘ποδόσφαιρο’.

Το βιβλίο είναι αντίδοτο σε όλες τις προσπάθειες «να συρρικνωθεί ο εξεγερσιακός χαρακτήρας του Πολυτεχνείου, να υποχωρήσουν ριζοσπαστικές αιχμές ή οράματα μετασχηματισμού της κοινωνίας και να υποταχθούν στο σταθερό και ασφαλές πλαίσιο των εκλογικών αναμετρήσεων», όπως γράφει ο Χανδρινός στην εισαγωγή, και παρατηρεί στη συνέχεια: «Για ένα πολύ μεγάλο αριθμό νεαρών ατόμων -από εργατόπαιδα νυχτερινών σχολείων μέχρι μαθητές από τα γύρω φροντιστήρια που βρέθηκαν στη δίνη των γεγονότων- το Πολυτεχνείο ήταν μια εμπειρία συμπυκνωμένη και βίαιη που στάθηκε η απαρχή της πολιτικής τους συνειδητοποίησης».

Εκτός από τις 81 αφηγήσεις που προέρχονται από ανθρώπους που συμμετείχαν στην εξέγερση, υπάρχουν ακόμα άλλες τρεις που προέρχονται από την άλλη πλευρά, ανάμεσά τους και του Κ. Βουλιέλη, του επικεφαλής των ειδικών δυνάμεων που εισέβαλαν στο Πολυτεχνείο.

Η συνέντευξη αυτού του χουντικού καραβανά έδωσε το έναυσμα για τις επιθέσεις που δέχτηκε το βιβλίο. Όπως έχει περιγράψει ο Λ. Μπόλαρης στην Εργατική Αλληλεγγύη: “Τα εμετικά χουντοπαραμύθια του Βουλιέλη έγιναν η αφορμή για να κατηγoρηθεί το βιβλίο ούτε λίγο ούτε πολύ για «δικαίωση των τανκς» (ο τίτλος του επικριτικού άρθρου του Δ. Ψαρρά στην Εφημερίδα των Συντακτών) προϊόν μιας «ανιστόρητης ταύτισης της χούντας με ένα αστικό καθεστώς» αφού ο Χανδρινός τολμάει να συγκρίνει την εξέγερση του Πολυτεχνείου με τα κινήματα διαμαρτυρίας στις ΗΠΑ τη δεκαετία του ‘60. Την σκυτάλη πήρε ο Κ. Λαλιώτης –τον οποίο όντως συκοφαντεί ο Βουλιέλης– που εγκαλεί τον Χανδρινό για «ιστορικό ναρκισσισμό» και στάση «επιτήδειου-ουδέτερου». Το ‘κερασάκι’ το έβαλε ο καθηγητής Γ. Μαργαρίτης με μια υστερική επίθεση στον «από καιρό μυημένο στην γερμανική εκδοχή της αναθεωρητικής ιστορίας»”.

Πιστεύω ότι οι επιθέσεις που δέχθηκε το βιβλίο είναι το λιγότερο άδικες. Πρώτον, για τον απλό λόγο ότι είναι ‘τραβηγμένες από τα μαλλιά’: θεωρώ αδιανόητο ότι ο οποιοσδήποτε δημοκρατικός άνθρωπος διαβάσει το βιβλίο θα ‘παρασυρθεί’ από τις χυδαιότητες που τολμά να εκστομίζει ο Βουλιέλης (σε τελευταία ανάλυση και ο ίδιος ο Χανδρινός, με παρέμβασή του στη συζήτηση, παραδέχθηκε ότι «θα χρειαζόταν ένας αναλυτικότερος σχολιασμός» για τη συγκεκριμένη συνέντευξη).

Δεύτερον, γιατί προσδίδοντας μια τέτοια, κατά τη γνώμη μου τεχνητή, ένταση στις επιθέσεις ‘πετούν τη μπάλα στην εξέδρα’. Να το πω απλά: είναι πολιτικά ‘ύποπτες’: οι περισσότερες προέρχονται από το χώρο της σοσιαλδημοκρατίας και της ρεφορμιστικής αριστεράς, και πίσω τους υποκρύπτεται μια τάση να υποβαθμιστεί το ουσιαστικό περιεχόμενο του βιβλίου που (έστω και έμμεσα) αναδεικνύει τον επαναστατικό χαρακτήρα του Πολυτεχνείου, το δικό τους συμβιβαστικό ρόλο στην εξέγερση, αλλά και τις μετέπειτα (αποτυχημένες) απόπειρες να μετατραπεί σε ένα ‘αβλαβές εικόνισμα’.

Τρίτον, γιατί με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, ένα μεγάλο μέρος αυτής της αντιπαράθεσης, μετατοπίστηκε από το πραγματικό περιεχόμενο του βιβλίου σε ζητήματα μεθόδου της ιστορικής έρευνας, χρήσεις της μνήμης ή την προφορική ιστορία. Η ‘προφορική ιστορία’ επικεντρώνεται κυρίως στις αναμνήσεις, μαρτυρίες ανθρώπων εν ζωή. Σαν τάση διαμορφώθηκε τη δεκαετία του 1960 και θα μπορούσαμε να πούμε ότι αρχικά ήταν ένα παρακλάδι της ‘Ιστορίας από τα κάτω’, όταν μαρξιστές, κυρίως, ιστορικοί άρχισαν να ενδιαφέρονται περισσότερο για τις ζωές και τη δράση των ανθρώπων σαν ενεργών υποκειμένων ‘που φτιάχνουν’ την Ιστορία. Αν και μια τέτοια προσέγγιση είναι χρήσιμη, εμπεριέχει πολλά προβλήματα, που τις επόμενες δεκαετίες αξιοποιήθηκαν από τις αντιδραστικές μεταμοντέρνες θεωρίες που υποστήριζαν ότι δεν υπάρχει μόνο μια ‘ορθή’ ή ‘αντικειμενική’ θεώρηση, αλλά αντίθετα ότι μπορεί να υπάρχουν πολλαπλές, έγκυρες θεωρήσεις του ίδιου γεγονότος. Μια πιο πρόσφατη εκδοχή παρόμοιων αντιλήψεων σήμερα, είναι ότι στην Ιστορία ‘ζυγίζουν’ το ίδιο τόσο οι μαρτυρίες των ενεργών υποκειμένων, όσο και των ‘παρατηρητών’ ή των θυμάτων.

Ο χώρος σε μια βιβλιοπαρουσίαση δεν επαρκεί για ν’ ανοίξει στην ολότητά της μια τέτοια συζήτηση που είναι φανερό ότι έχει πολιτικό φορτίο από μόνη της. Το ζητούμενο εδώ είναι αν ο Χανδρινός πετυχαίνει να ξεδιπλώσει –‘αδιαμεσολάβητα’ ή ‘διαμεσολαβημένα’– τις φωνές των ‘επώνυμων’ και κυρίως των ‘ανώνυμων’ πρωταγωνιστών/τριών της εξέγερσης: των αγωνιστών που κατέβηκαν από τις εργατογειτονιές, τα σχολεία, τις τεχνικές σχολές για να συγκρουστούν με τη χούντα. Και η γνώμη μου είναι ότι το κάνει.

Προφανώς μια συλλογή προφορικών μαρτυριών δεν μπορεί να υποκαταστήσει την ανάγκη για μια μαρξιστική ανάλυση του Νοέμβρη 1973 (όπως και η ‘Ιστορία από τα κάτω’, προφορική ή μη, δεν μπορεί να υποκαταστήσει τον ιστορικό υλισμό σαν μέθοδο για να δούμε πώς ‘φτιάχνεται’ η ανθρώπινη Ιστορία). Όμως, ενισχύει τη συλλογική μνήμη που έχει χαράξει με μεγάλα γράμματα ότι ο δρόμος του Νοέμβρη ήταν επαναστατικός. Αυτή τη συλλογική μνήμη τη μισεί και τη φοβάται ολόκληρη η άρχουσα τάξη και οι κυβερνήσεις της. Γιατί είναι υλική δύναμη που αναγεννιέται κάθε φορά στις ταξικές αναμετρήσεις των 46 χρόνων που πέρασαν από τότε.

Έξι χρόνια πριν, το Νοέμβρη του 2013 το περιοδικό Σοσιαλισμός από τα Κάτω δημοσίευε ένα κείμενο του Ιάσονα Χανδρινού με τίτλο «Πολυτεχνείο και Επαναστατική Αριστερά». (http://www.socialismfrombelow.gr/article.php?id=160). Σε αυτό ο συγγραφέας έκανε την επισήμανση ότι: «Τα γεγονότα του Πολυτεχνείου υπήρξαν δημιούργημα της επαναστατικής πτέρυγας του φοιτητικού κινήματος. Αν ο Νοέμβρης αποτελεί γενεσιουργό παράγοντα οποιασδήποτε ιδεολογικής έκφρασης, αυτή η ιδεολογική έκφραση είναι η επαναστατική Αριστερά».

Η Οργάνωση Σοσιαλιστική Επανάσταση (από την οποία προέρχεται το ΣΕΚ) ήταν κομμάτι αυτής της επαναστατικής αριστεράς που πρωτοστάτησε τότε στη μάχη για να γίνει η κατάληψη και να κλιμακωθεί η εξέγερση του Πολυτεχνείου –οκτώ από τις συνεντεύξεις στο βιβλίο είναι από ανθρώπους που τότε βρίσκονταν στις γραμμές της. Τα κείμενα της Μαμής, της παράνομης εφημερίδας της ΟΣΕ στη δικτατορία, έπαιξαν ουσιαστικό ρόλο στην πολιτική διαμόρφωση πολλών αγωνιστών και αγωνιστριών για να μπορέσουν να δώσουν πετυχημένα αυτή τη μάχη. Είναι συγκεντρωμένα από το Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο σε ένα τόμο με τον τίτλο «Οι ρίζες της επαναστατικής αριστεράς στην Ελλάδα». Για μια συνολική ιστορία της εξέγερσης διαβάστε την παμφλέτα του Μαρξιστικού Βιβλιοπωλείου «Το Πολυτεχνείο είναι εδώ! – Ο δρόμος του Νοέμβρη επαναστατικός»: μια ανάλυση από μαρξιστική σκοπιά που προσφέρει συνδετικό ιστό στις συγκλονιστικές μαρτυρίες του βιβλίου του Χανδρινού.

2020 "Όλη νύχτα εδώ - Μια προφορική ιστορία της Εξέγερσης του Πολυτεχνείου"