Μετά τον εμφύλιο: Πολιτικές διαδικασίες και κοινωνική πόλωση στις απαρχές της προδικτατορικής περιόδου

15,00 (με ΦΠΑ)

Συγγραφέας: Λυμπεράτος, Μιχάλης Π.
Εκδόσεις: Νότιος Άνεμος
Σελίδες: 282
ISBN: 978-960-9511-33-9

  • Προϊόν Συγγραφέας: Λυμπεράτος, Μιχάλης Π.
  • Προϊόν Εκδότης: Νότιος Άνεμος

Κατηγορία: .
Συγγραφέας: .

Περιγραφή

Η πρώτη περίοδος μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου ήταν καθοριστική για την εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας. Γιατί σε αυτή τη φάση αποκρυσταλλώθηκαν οι συνέπειες της ήττας του αριστερού κινήματος στην Ελλάδα, νομιμοποιώντας τους τρόπους και τις μορφές της μεταπολεμικής κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης στη χώρα. Τότε εδραιώθηκε και ένας αυταρχικός τύπος κράτους που συντήρησε στο εσωτερικό του δομές δικτατορικών εκτροπών. Αλλά η περίοδος αυτή ήταν εξίσου αποκαλυπτική -και με αναλογίες στο σήμερα- για το πώς η εξωτερική "βοήθεια", με τη μορφή του σχεδίου Μάρσαλ, εξυπηρέτησε μεν ορισμένες μερίδες του ελληνικού κεφαλαίου, αλλά υπονόμευσε, και μάλιστα άμεσα, το οικονομικό και πολιτικό μέλλον, όσο και τις διεθνείς σχέσεις της χώρας.

Επιπρόσθετες Πληροφορίες

Συγγραφέας

Εκδότης

Βιβλιοκριτική

http://socialismfrombelow.gr/article.php?id=797

Σχέδιο Μάρσαλ γι’ αυτους, πρώτα βήματα ανασύνταξης για μας

Το νέο βιβλίο του ιστορικού Μιχάλη Λυμπεράτου εξετάζει τα χρόνια 1950-'52, αμέσως δηλαδή μετά τον Εμφύλιο. Μέσα από την παράθεση πολλών οικονομικών και ιστορικών στοιχειών χάρη στην πλούσια βιβλιογραφία που στηρίζεται, το βιβλίο επιχειρεί να δώσει την εικόνα της μετεμφυλιακής κοινωνίας, όπως πραγματικά ήταν.

Ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι ότι εντάσσει αυτή την εικόνα στο διεθνές πλαίσιο των ανταγωνισμών του Ψυχρού Πολέμου, ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και την ΕΣΣΔ, ενώ πηγαίνει πέρα από τους μύθους όσον αφορά το Σχέδιο Μάρσαλ.

Οι ΗΠΑ μετά το τέλος του Β’΄Παγκοσμίου Πολέμου επιχειρούν να κυριαρχήσουν οικονομικά και πολιτικά στο κομμάτι του κόσμου που θεωρούσαν ότι τους ανήκει. Ήδη, στις αρχές του 1950 ο πόλεμος της Κορέας δείχνει ότι οι συγκρούσεις μπορούν να επεκταθούν στο στρατιωτικό επίπεδο.

Η κατάσταση στην Ελλάδα επηρεάζεται από αυτές τις εξελίξεις. Ένας από τους κυρίαρχους μύθους για εκείνη την περίοδο είναι ότι το Σχέδιο Μάρσαλ βοήθησε στην επανόρθωση της ελληνικής οικονομίας. Το κομμάτι του βιβλίου που αναφέρεται στο Σχέδιο αξίζει την προσοχή μας αφού δίνει την πραγματική εικόνα.

Ο Μ. Λυμπεράτος τονίζει ότι το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων δεν πήγε ποτέ για ανάπτυξη της βιομηχανίας ή σε άλλα μέτρα ανασυγκρότησης, αλλά χρησιμοποιήθηκε για να συνεχίσει να υπάρχει ένας τεράστιος αναλογικά στρατός και να πληρώνονται οι στρατιωτικές δαπάνες. Άλλωστε, το 50% των χρημάτων του Σχεδίου είχε ξοδευτεί ήδη μέχρι το 1950 για τον εξοπλισμό του εθνικού στρατού απέναντι στον Δημοκρατικό Στρατό (ΔΣΕ).

Επίσης, λόγω της μείωσης της αμερικάνικης βοήθειας που έγινε το 1950, η Ελλάδα αναγκάστηκε να αλλάξει τα οικονομικά της προγράμματα και να «θίξει το πρόγραμμα ανασυγκρότησης», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται.

Η Ελλάδα συμμετείχε ενεργά στον πόλεμο της Κορέας με δικά της έξοδα. Αρχικά στέλνοντας στρατό χιλίων ανδρών, ενώ στη συνέχεια έφυγαν άλλες δύο αποστολές στις οποίες συνολικά συμμετείχαν 750 στρατιώτες. Οι ΗΠΑ αναζητούσαν «πρόθυμους» συμμάχους.

Ο αρχιστράτηγος και μετέπειτα πρωθυπουργός Παπάγος ήταν από τους βασικούς ενορχηστρωτές της καμπάνιας να μην μειωθούν οι δαπάνες για το στράτευμα, όπως και το μέγεθος του. Ο Παπάγος βρήκε στήριξη στο πρόσωπο του διαβόητου Πρέσβη Purifoy που επεδίωκε να έχει τις καλύτερες δυνατές άκρες στο στρατό. Σε αυτά τα χρόνια έγινε και η πρόσδεση της Ελλάδας στο άρμα του ΝΑΤΟ, συγκεκριμένα στις 18 Φλεβάρη του 1952 μαζί με την Τουρκία.

Οι μόνοι που δεν έχασαν από το Σχέδιο Μάρσαλ ήταν οι μεγαλοβιομήχανοι και οι εφοπλιστές. Στην πράξη το Σχέδιο Μάρσαλ τους εδραίωσε, νομιμοποίησαν τις πρακτικές τους στην Κατοχή, κινήθηκαν κερδοσκοπικά και έκαναν τα δάνεια που τους δόθηκαν χρυσές λίρες και αποταμιεύσεις στο εξωτερικό.

Είναι χαρακτηριστικό ότι οι Έλληνες βιομήχανοι κατείχαν την πέμπτη θέση στον κόσμο σε σχέση με τα δάνεια που πήραν! Έτσι, φτιάχτηκαν τα «τζάκια» που δυστυχώς ανθούν μέχρι σήμερα.

Εξίσου χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι και η περίπτωση των Ελλήνων εφοπλιστών. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη Ωνάση, τα ποντοπόρα πλοία από το 1940 έως το 1949 είχαν εξασφαλίσει κέρδη 7,5 τρις δραχμές. Μετά τον εμφύλιο, οι ΗΠΑ πρόσφεραν 100 Liberties στην Ελλάδα για την ανασυγκρότηση της ναυτιλίας. Τα πλοία αυτά πουλήθηκαν στο 100% της αξίας τους. Οι εφοπλιστές «πλήρωσαν το 25% και τα υπόλοιπα τα εγγυήθηκε το ελληνικό κράτος για να αποπληρωθούν σε 17 χρόνια».

Τα χρήματα από το Σχέδιο Μάρσαλ ποτέ δεν πήγαν για να αντιμετωπιστεί η κοινωνική καταστροφή μετά τον πόλεμο και οι τεράστιες κοινωνικές ανισότητες. Η ανεργία έφτασε στο 20%, 2,5 εκατομμύρια άτομα εξαρτιόνταν από την κρατική βοήθεια, 167 χιλιάδες οικογένειες δεν είχαν που να στεγαστούν, ενώ οι αρρώστιες θέριζαν. Μόνο οι φυματικοί είχαν φτάσει τις 500 χιλιάδες.

Το άλλο χαρακτηριστικό της περιόδου που περιγράφεται στο βιβλίο είναι η μεγάλη πολιτική αστάθεια. Η αστική τάξη έβγαινε νικήτρια μετά το τέλος του εμφυλίου όμως τα κόμματα της ήταν διαλυμένα για να καταφέρουν να δημιουργήσουν μια σταθερή κυβέρνηση, η οποία θα είχε τον έλεγχο, όπως επεδίωκαν και οι Αμερικάνοι.

Από τον Μάρτη του 1950 μέχρι το Νοέμβρη του 1952, όταν και ανέλαβε πρωθυπουργός ο Παπάγος, υπήρξαν τέσσερις κυβερνήσεις με εναλλαγή στην πρωθυπουργία από τους Σ. Βενιζέλο και Ν. Πλαστήρα.

Η αριστερά επεδίωκε να ανασυγκροτηθεί μετά την ήττα στον εμφύλιο. Το 1950 δημιουργείται η “Δημοκρατική Παράταξη”, η συνεργασία αριστερών και κεντρώων δυνάμεων με αποκλεισμένο όμως το παράνομο ΚΚΕ και καταφέρνει να συγκεντρώσει 10%. Δεν έχει διάρκεια αφού αυτοδιαλύεται εξαιτίας των εσωτερικών της αντιφάσεων.

Στην συνέχεια με προσπάθειες του ΚΚΕ λειτουργεί η εφημερίδα “Δημοκρατικός” που θέτει το ζήτημα της δημιουργίας ενός ευρύτερου αριστερού μετώπου (κλείνει τον Γενάρη του '51) και έπειτα το πρώτο τρίμηνο του 1951 λειτουργεί η πολιτική κίνηση “Δημοκρατικός Συναγερμός” που κατεβαίνει στις δημοτικές εκλογές σημειώνοντας δυναμική παρουσία ειδικά στις μεγάλες πόλεις και τις εργατογειτονιές της Αθήνας. Έτσι άνοιξε ο δρόμος για την δημιουργία της ΕΔΑ, τον Αύγουστο του '51, λίγο πριν τις βουλευτικές εκλογές όταν και εξέλεξε 10 βουλευτές.

Τα βασικά ζητήματα που υποστήριζε η ΕΔΑ ήταν οι δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις, η γενική αμνηστία και η κατάργηση των πιστοποιητικών κοινωνικών φρονημάτων, ενώ προσπαθούσε να καταρτίσει ένα πρόγραμμα οικονομικής ανασυγκρότησης.

Ήταν ένα κόμμα προσηλωμένο “στην αρχή της συνταγματικής νομιμότητας”, δεν ήταν αντίθετη “στις οικονομικές ενισχύσεις από τους συμμάχους” και είχε ψηλά τα “εθνικά θέματα”, ειδικά το Κυπριακό. Προσπάθησε να προβάλλει τις διεκδικήσεις των εργαζόμενων, των αγροτών, του νεολαιίστικου κινήματος για την Παιδεία και την Κύπρο, να κάνει κριτική στο Σχέδιο Μάρσαλ. Σε κάθε κεφάλαιο του βιβλίου ο συγγραφέας δίνει τη θέση της σε σχέση με τα ζητήματα που εξετάζει.

Σε αυτό το διάστημα δεν έλειψαν οι κινητοποιήσεις για την καλυτέρευση της ζωής της εργατικής τάξης και των φτωχών από τους ίδιους. Για παράδειγμα, ανάμεσα στο Μάιο ως τον Οκτώβριο του 1950 έγιναν 79 απεργίες με συμμετοχή πάνω από 150 χιλιάδων απεργών, όπως η απεργία των καθηγητών και των δασκάλων.

Μεγάλες κινητοποιήσεις έγιναν από τους φοιτητές για την Παιδεία, όπως η αποχή 12 χιλιάδων φοιτητών που ξεκίνησε τον Δεκέμβρη του 1950 με σύνθημα «να σπουδάσουν και οι φτωχοί».

Δυναμικές ήταν ακόμα οι κινητοποιήσεις για το Κυπριακό με μεγάλα συλλαλητήρια και συγκρούσεις με την αστυνομία τον Μάρτη και τον Ιούλη του ’50, καθώς και τον Νοέμβρη του ‘51.

Όμως, και η προσπάθεια συγκρότησης της αριστεράς και οι κοινωνικοί αγώνες είχαν να αντιμετωπίσουν την βάρβαρη κρατική καταστολή και το μετεμφυλιακό αστυνομικό κράτος. Βασικό ήταν το ζήτημα των εξόριστων και των φυλακισμένων. Παρόλο που υπήρχαν υποσχέσεις από τις κεντρώες κυβερνήσεις Σ. Βενιζέλου και Πλαστήρα (ειδικά του δεύτερου) ότι θα λυθεί το ζήτημα, η “Δημοκρατική”, εφημερίδα της ΕΔΑ, υπολόγιζε ότι στις αρχές του 1952 υπήρχαν ακόμα 60 χιλιάδες εξόριστοι και φυλακισμένοι. Μπορεί να είχε γίνει διεθνές ζήτημα, ειδικά μετά τις καταγγελίες για το κολαστήριο της Μακρονήσου, αλλά οι απελευθερώσεις λιγόστευαν από το 1951 έως το 1955 κάθε χρόνο, σύμφωνα με τα στοιχεία του βιβλίου.

Ταυτόχρονα, συνεχίζονταν οι συλλήψεις και οι θανατικές καταδίκες. Κορυφαίο είναι το παράδειγμα του Νίκου Μπελογιάννη που συνελήφθη και εκτελέστηκε μαζί με άλλους αγωνιστές το Μάρτη του 1952.

Η κρατική Ασφάλεια διέλυσε ακόμα και την Πανελλήνια Ένωση Οικογενειών Εκτοπισμένων και Φυλακισμένων που έκανε καμπάνιες για την απελευθέρωση τους με το πρόσχημα ότι διενεργούσε “παράνομους εράνους”.

Η νέα συγγραφική προσπάθεια του Μ. Λυμπεράτου αξίζει να διαβαστεί για ένα ακόμα λόγο, όπως αναφέρει και ο ίδιος στο επίμετρο του βιβλίου, για “το αίσθημα αναλογίας που γεννούν πολλές πλευρές της οικονομικής και κοινωνικής πραγματικότητας στις αρχές της δεκαετίας του 1950 με τα συμβαίνοντα σήμερα”.

Δήμοσιεύτηκε στο τεύχος 112