Ιστορία και Ταξική Συνείδηση
Γκέορκ Λούκατς
568 σελίδες, 33€
Οι Εκδόσεις των Συναδέλφων
Bιβλιοκριτική: Ευκλείδης Μακρόγλου
Σοσιαλισμός από τα Κάτω Νο160, Σεπτέμβρης - Οκτώβρης 2023
Η πρόσφατη έκδοση του θεμελιακού έργου του Γκέοργκ Λούκατς “Ιστορία και Ταξική Συνείδηση”, είναι βέβαιο ότι θα αναζωογονήσει το ενδιαφέρον γύρω από το έργο και την πολιτική συνεισφορά του Ούγγρου επαναστάτη. 100 χρόνια από την αρχική έκδοση του έργου, η επανέκδοσή του στα ελληνικά σε νέα μετάφραση δίνει σίγουρα νέες δυνατότητες στο ελληνικό κοινό να έρθει σε επαφή και να εμβαθύνει πάνω στη σκέψη του Λούκατς.
Το βιβλίο αποτελεί μια συλλογή δοκιμίων του Λούκατς που γράφονται σε βάθος τεσσάρων ετών (1919-1922), με σημαντικότερο, και πιο γνωστό, το «η πραγμοποίηση και η συνείδηση του προλεταριάτου». Η διάταξη των δοκιμίων στο έργο, βοηθάει τον αναγνώστη να ακολουθήσει την πορεία ανάπτυξης της σκέψης του συγγραφέα, από τη ριζική του μετατόπιση στο ρεύμα του μαρξισμού μέχρι και την είσοδο του διεθνούς εργατικού κινήματος σε νέα φάση, ύστερα από την υποχώρηση του ρεύματος επαναστάσεων και εξεγέρσεων που συντάραξαν την Ευρώπη κατά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Αυτό γιατί τα ίδια τα δοκίμια δείχνουν να συνδιαλέγονται με όλες αυτές τις εξελίξεις: ασφαλώς κομβικό ρόλο σε αυτό παίζει το γεγονός ότι ο ίδιος ο Λούκατς συμμετείχε στο 3ο και 4ο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς (Κομιντέρν), συνέδρια τα οποία ασχολήθηκαν εκτεταμένα με το έργο της γέννησης, του συντονισμού και της καθοδήγησης των νέων κομμουνιστικών κομμάτων στο πρότυπο του κόμματος των μπολσεβίκων.
Έτσι, ο Λούκατς ξεκινάει ήδη από τον πρόλογό του αλλά και στη συνέχεια με το πρώτο δοκίμιο (“τι είναι ο ορθόδοξος μαρξισμός;”) με την υπεράσπιση της διαλεκτικής ως μεθόδου κεντρικής για τον μαρξισμό, κλειδί για την ιστορική γνώση των κοινωνικών σχέσεων. Ήδη από την αρχή προδιαθέτει για το βασικό σημείο του έργου, αυτό του κεντρικού ρόλου της εργατικής τάξης: «μόνο από την ταξική σκοπιά του προλεταριάτου γίνεται ορατή η ολότητα της κοινωνίας...το προλεταριάτο (να) είναι ταυτόχρονα υποκείμενο και αντικείμενο της δικής του γνώσης».
Η αστική τάξη παρόλο που βρίσκεται στην κορυφή της κοινωνίας, δεν μπορεί να έχει αυτή την συνολική οπτική, γιατί το να δει την κοινωνία στην ολότητά της θα σήμαινε “την οικειοθελή παραίτησή της από την εξουσία”. Η συνολική χρεοκοπία της αστικής τάξης, όπως την περιγράφει ο Λούκατς, γίνεται περισσότερο κατανοητή γύρω από το ζήτημα της κρίσης: οι καπιταλιστές αδυνατούν να τις εξηγήσουν και να τις προβλέψουν, και μπορούν να μετριάσουν τα αποτελέσματά της μόνο στο βαθμό που κερδίζουν εις βάρος των εργαζόμενων μέσα από σφοδρή ταξική πάλη.
Όμως και η ίδια η εργατική τάξη έχει από τη γέννησή της μόνο τη δυνατότητα να συνειδητοποιήσει τον ρόλο της, να μετατραπεί δηλαδή από τάξη ενάντια στο κεφάλαιο σε τάξη για τον εαυτό της. Η διαδικασία απόκτησης ταξικής συνείδησης δεν είναι ούτε ευθύγραμμη ούτε αυτόματη: η “καθημερινή”, “ψυχολογική συνείδηση” της εργατικής τάξης είναι σημαδεμένη από τις ιδέες της κυρίαρχης τάξης. Ο εργάτης είναι υποχρεωμένος να πουλάει την εργατική του δύναμη, στην ουσία την προσωπικότητά του, προκειμένου να βιοποριστεί. Αυτή η πραγματικότητα μετατρέπει τους εργάτες σε αντικείμενο της καπιταλιστικής παραγωγής, που εξελίσσεται έξω από τον έλεγχό τους, με συνέπεια η συνείδηση της εργατικής τάξης να “πραγμοποιείται” (να γίνεται “ψευδής συνείδηση” για να θυμηθούμε τον Γκράμσι), να αντιλαμβάνεται δηλαδή ψευδώς τις κοινωνικές σχέσεις μεταξύ ανθρώπων ως σχέσεις μεταξύ εμπορευματοποιημένων πραγμάτων.
Αυτή η διαδικασία πραγμοποίησης καταλαμβάνει όλη την προσωπικότητα και την καθημερινότητα των εργαζόμενων: Ο Λούκατς θυμίζει τον Μαρξ λέγοντας πως «η ατομική κατανάλωση του εργάτη παραμένει μια στιγμή της παραγωγής και αναπαραγωγής του κεφαλαίου, αδιάφορο αν συντελείται μέσα ή έξω από το εργοστάσιο, το εργαστήριο κτλ., μέσα ή έξω από την εργασιακή διαδικασία, ακριβώς όπως είναι αδιάφορο αν το καθάρισμα της μηχανής γίνεται στη διάρκεια της εργασιακής διαδικασίας ή στη διάρκεια ορισμένων διαλειμμάτων της».
Όμως για τον Λούκατς ακριβώς η πραγμοποίηση είναι απαραίτητη συνθήκη για την συνειδητοποίηση: «Μέσω όμως αυτής της διχοτόμησης...καθίσταται ταυτόχρονα δυνατή η συνειδητοποίηση αυτής της κατάστασης». Εξαιτίας ακριβώς της θέσης της στην παραγωγή, η εργατική τάξη είναι μοναδικά τοποθετημένη προκειμένου να ανακαλύψει τον τρόπο της λειτουργίας του συστήματος και να πρωταγωνιστήσει στην ανατροπή του. Και αυτή η συνειδητοποίηση είναι η αρχή για να ξετυλιχθεί το κουβάρι πίσω από τα φαινόμενα του καπιταλισμού, για να γίνει αντιληπτό ότι «κάτω από το πέπλο του πράγματος υπάρχει μια σχέση μεταξύ ανθρώπων». Η συνειδητοποίηση μετατρέπεται σε πράξη, επειδή ο εργάτης εξεγείρεται ενάντια στη διαδικασία εκμετάλλευσης αλλά και απανθρωποποίησής του, από την οποία δεν μπορεί αλλιώς να διαφύγει.
Μέσα από αυτή τη διαδικασία ο άνθρωπος/εργάτης στην απολυτότητά του γίνεται “διαλεκτικός”: αλλάζει ο ίδιος και μεταβάλλει το περιβάλλον του. Μόνο όμως συλλογικά, με τη συγκρότησή του σε τάξη. Και κάθε πράξη βαθαίνει με τη σειρά της την ταξική συνείδηση. Ο Λούκατς επανέρχεται στη ρήση του Μαρξ “ο παιδαγωγός πρέπει κι αυτός να διαπαιδαγωγηθεί” για να τονίσει τη σημασία αυτής της διαδικασίας, της οποίας απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ίδια η δράση.
Δεν υπάρχει κανένας ντετερμινισμός σε αυτήν τη διαδικασία: ξανά και ξανά τονίζει ο Λούκατς πως «όταν επέλθει η οριστική οικονομική κρίση του καπιταλισμού, η μοίρα της επανάστασης (και μαζί με αυτή η μοίρα της ανθρωπότητας) θα εξαρτηθεί από την ιδεολογική ωριμότητα του προλεταριάτου, από την ταξική του συνείδηση». Και αλλού ότι «μόνο η συνείδηση του προλεταριάτου μπορεί να δείξει την έξοδο από την κρίση του καπιταλισμού», γιατί «όσο δεν υπάρχει αυτή η συνείδηση η κρίση παραμένει μόνιμη, επιστρέφει στην αφετηρία της και επαναλαμβάνει την ίδια κατάσταση…».
Σε αυτήν την φάση του καπιταλισμού σε παρακμή, για τον Λούκατς υπάρχει τόσο η δυνατότητα παρέμβασης της εργατικής τάξης, όσο και ο κίνδυνος να “υποταχθεί προσωρινά σε αυτές τις κούφιες και κενές μορφές του αστικού πολιτισμού”. Επομένως, τονίζει ο Λούκατς, “δεν πρέπει να τρέφουμε αυταπάτες για την τεράστια απόσταση που πρέπει να διανύσει το προλεταριάτο ιδεολογικά”. Όμως οι δυνάμεις που ενεργούν μέσα στην εργατική τάξη οδηγούν πέρα από τον καπιταλισμό: κάθε εργατική τάξη μέσα από τον αγώνα της παρήγαγε, με συνεχώς κλιμακούμενο και ολοένα και πιο συνειδητό τρόπο, το εργατικό συμβούλιο, που από όργανο αγώνα ολόκληρης της τάξης εξελίχθηκε σε όργανο του (εργατικού) κράτους. Η εργατική τάξη βρίσκεται πλέον “στο κατώφλι της συνείδησής της και άρα στο κατώφλι της νίκης”.
Ο Λούκατς βέβαια κατανοεί βαθιά ότι για τη νίκη αυτή κομβικό ρόλο παίζει το επαναστατικό κόμμα: η εμπειρία της καθοριστικής παρέμβασης των μπολσεβίκων ώστε να μετατραπούν τα εργατικά συμβούλια, τα σοβιέτ, από οργανωτικές μορφές της ταξικής πάλης σε θεσμούς που προεικονίζουν την εργατική εξουσία, βρίσκεται στο υπόβαθρο της σκέψης του Λούκατς αλλά και στον πυρήνα των τριών τελευταίων δοκιμίων του έργου που είναι αφιερωμένα στο επαναστατικό κόμμα, τα οργανωτικά θέματα και τα ζητήματα τακτικής.
Για τον Λούκατς το επαναστατικό κόμμα είναι απαραίτητο γιατί η διαδικασία απόκτησης της ταξικής συνείδησης μέσα στους αγώνες σε συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης συνεπάγεται και μια «τρομερή ιδεολογική κρίση στο εσωτερικό του προλεταριάτου». Ο σωστός προσανατολισμός του επαναστατικού κόμματος, που είναι “η ορατή μορφή της συνείδησης του προλεταριάτου” που κινεί πάντα μπροστά, περνάει για τον Λούκατς μέσα από την σύγκρουση με τα ρεφορμιστικά ρεύματα (που είχαν πλέον αποκρυσταλλωθεί κατά τη συγγραφή του έργου), τα οποία είναι φορείς που εισάγουν την αστική ιδεολογία στην εργατική τάξη.
Ο Λούκατς θα επεξεργαστεί ακόμα παραπάνω αυτές τις αναλύσεις στο έργο του «Η σκέψη του Λένιν» που θα κυκλοφορήσει το 1924 (αμέσως μετά τον θάνατο του Λένιν). Εκεί θα γράψει πως χρειάζεται «…μια διπλή ρήξη με το μηχανιστικό φαταλισμό», δηλαδή τόσο με τις θεωρήσεις ότι η ταξική συνείδηση αποκτάται αυτόματα, όσο και με αυτές που περιγράφουν την κατάρρευση του καπιταλισμού σαν μοιραίο αποτέλεσμα των εσωτερικών του αντιφάσεων, χωρίς να ασκεί επιρροή η εργατική τάξη και η συνείδησή της. Αντίθετα, το επαναστατικό κόμμα μπορεί να καθορίσει την κομβική για την εξέλιξη της επανάστασης πορεία “συνειδητοποίησης” της εργατικής τάξης, μέσα σε συνθήκες μαζικού ξεσηκωμού που περιλαμβάνει τόσο τα προχωρημένα όσο και τα λιγότερο προχωρημένα κομμάτια της τάξης.
Η ρήξη που περιγράφει ο Λούκατς πρέπει να πάρει οργανωτική μορφή απέναντι στα ρεφορμιστικά ρεύματα και κόμματα, ακριβώς επειδή τα τελευταία γίνονται «φρένο» στην ανάπτυξη της επαναστατικής, ταξικής συνείδησης. Τόσο σε “ιδεολογικό” επίπεδο, διαχωρίζοντας τον οικονομικό από τον πολιτικό αγώνα και ακρωτηριάζοντας την κίνηση της τάξης, όσο και στο “οργανωτικό” που αντανακλά αυτόν τον διαχωρισμό. Υιοθετούν για τον Λούκατς έναν “χυδαίο μαρξισμό”, που είτε απαλείφει την έννοια της βίας και της επανάστασης κηρύσσοντας ένα ειρηνικό πέρασμα, είτε υιοθετεί “σιδερένιους νόμους της ιστορίας” που θα φέρουν το σοσιαλισμό, όποια τακτική κι αν ακολουθήσουν οι εργάτες.
Η οργανωτική ρήξη με τον ρεφορμισμό, που αποτέλεσε το κεντρικό ζήτημα των συζητήσεων των πρώτων δύο συνεδρίων της Κομιντέρν, έρχεται στην επιφάνεια ακριβώς επειδή η καταπολέμηση των επιρροών της αστικής σκέψης στην εργατική τάξη μέσω των ρεφορμιστικών ρευμάτων δεν είναι απλά θέμα ιδεολογικών συζητήσεων και ζυμώσεων. Στο δοκίμιό του για τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, ο Λούκατς αναφέρεται εκτενώς στο παράδειγμα του SPD για να καταδείξει ακριβώς τα όρια αυτής της αντιμετώπισης και τη σημασία συγκρότησης ξεχωριστής οργάνωσης των επαναστατών.
Ενώ λοιπόν για τον Λούκατς τα ρεφορμιστικά κόμματα είναι η οργανωτική έκφραση της ιδεολογικής κρίσης της εργατικής τάξης, τα επαναστατικά κόμματα που διαμορφώνονται σε ρήξη με τον ρεφορμισμό φανερώνουν το πρώτο συνειδητό βήμα προς το βασίλειο της ελευθερίας. Υπάρχουν οργανωτικές αντανακλάσεις αυτού του ρόλου στο επαναστατικό κόμμα, που ο Λούκατς επισημαίνει στο τέλος του έργου. Η πειθαρχία, που είναι “η ελευθερία στην ενότητά της με την αλληλεγγύη”. Η καλλιέργεια αυξημένης ταξικής συνείδησης, μαζί με την ολόπλευρη αλληλεγγύη και υποστήριξη όλων όσων υφίστανται εκμετάλλευση και καταπίεση από τον καπιταλισμό. Η ενεργή, προσωπική και πολύπλευρη συμμετοχή στην επαναστατική δουλειά, “η εμπλοκή της συνολικής προσωπικότητας” του επαναστάτη. Τέλος, μια ενιαία δομή του επαναστατικού κόμματος, ώστε να μπορεί αφενός να αντιλαμβάνεται τις αλλαγές κατεύθυνσης, αγωνιστικής δραστηριότητας, τις υποχωρήσεις κλπ και να διαθέτει την απαραίτητη ευελιξία και αφετέρου να έχει συνεχώς έναν εξωστρεφή προσανατολισμό προς τη δράση και τις πρωτοβουλίες. Πάντα ανοιχτό για να μαθαίνει αδιάκοπα από τους αγώνες και τις μεθόδους της τάξης, αλλά και να μπορεί να εξηγεί στην τάξη τις ίδιες της τις ενέργειες.
Το “Ιστορία και Ταξική Συνείδηση” είναι ένα απαιτητικό έργο, ιδιαίτερα αναφορικά με τα τμήματα του δοκιμίου για την πραγμοποίηση που αναφέρονται στην αστική φιλοσοφία (ο ίδιος ο συγγραφέας στον πρόλογο του έργου συνιστά στον αναγνώστη να αφήσει το δοκίμιο για την πραγμοποίηση για το τέλος). Παρά το γεγονός ότι στον πρόλογο της έκδοσης του 1967 (που έμελλε να είναι πιο καθοριστική ακόμα και από την αρχική του) ο Λούκατς στέκεται με ιδιαίτερη έμφαση σε σημεία αυτοκριτικής του έργου, δεν παύει να παραμένει ένα πολύτιμο εργαλείο για να ξεκαθαρίσουμε και να υπερασπιστούμε τις βασικές αρχές του μαρξισμού, την ενότητα θεωρίας και πράξης που αυτός εισφέρει. Ένα εργαλείο για να μην μας οδηγήσει ο καπιταλισμός στην άβυσσο, αλλά η εργατική τάξη να οδηγήσει όλη την κοινωνία στο “βασίλειο της ελευθερίας”.