"Πολυκύμαντες σχέσεις, Έλληνες-Αλβανοί 1821-2021"

Πολυκύμαντες σχέσεις, Έλληνες-Αλβανοί 1821-2021
Αλέξης Ηρακλείδης

552 σελίδες, Τιμή 27€
Εκδόσεις Παπαζήση

Bιβλιοκριτική: Πάνος Γκαργκάνας
Σοσιαλισμός από τα Κάτω Νο154, Σεπτέμβρης - Οκτώβρης 2022

Το νέο βιβλίο του Αλέξη Ηρακλείδη µε τίτλο «Πολυκύµαντες σχέσεις, Έλληνες-Αλβανοί 1821-2021», είναι µια χρήσιµη συµβολή στην προσπάθεια να ξεφύγουµε από τους εθνικιστικούς µύθους και τα µίση που καλλιεργούν. Βρίσκεται, άλλωστε, σε συνέχεια µε τα προηγούµενα έργα του.

Ένα πρώτο µεγάλο µέρος του βιβλίου, αποτελούµενο από τα έξι από τα δώδεκα συνολικά κεφάλαιά του, καλύπτει τις πορείες ανάδυσης του ελληνικού και του αλβανικού έθνους και τις πραγµατικές στενές σχέσεις µεταξύ τους την περίοδο της επανάστασης του 1821, σε αντιπαράθεση µε τις ανταγωνιστικές εθνικές αφηγήσεις για ρίζες στους Πελασγούς και στους Ιλλυριούς, στον Πύρρο και στον Μεγαλέξανδρο.

Η τοποθέτηση του συγγραφέα είναι ρητή: «αποτελεί θαύµα πως το όλο εγχείρηµα [της επανάστασης] επέτυχε (…) Το θαύµα αυτό θα ήταν αδύνατο να επιτευχθεί, αν στην Ελληνική Επανάσταση είχαν λάβει µέρος µόνο οι Έλληνες, οι ελληνόφωνοι και όχι και οι Αλβανοί (αλβανόφωνοι)». (σελ.78)

Και την στηρίζει πρώτα απ’ όλα στην µεγάλη παρουσία αλβανικού πληθυσµού εκείνα τα χρόνια: «Στα Νότια Βαλκάνια, οι αλβανόφωνοι, γνωστοί ως Αλβανοί ή Αρβανίτες ζούσαν στη βόρεια Εύβοια, τη νότια Άνδρο, τη Στερεά Ελλάδα και την Πελοπόννησο. Στην Κορινθία και την Αργολίδα ζούσαν σχεδόν αποκλειστικά Αλβανοί, επίσης πολλοί ζούσαν και στη βόρεια Αρκαδία, στην ανατολική Αχαϊα, σε τµήµατα της Λακωνίας και της Μεσσηνίας και σε άλλα σηµεία της Πελοποννήσου, αν και λιγότερο. Επίσης ζούσαν στη δυτική Στερεά Ελλάδα, την Αττική, τη Βοιωτία και σε τµήµα της Λοκρίδας, καθώς και στον Αργοσαρωνικό, σε τµήµα της Αίγινας και κατεξοχήν στη Σαλαµίνα, τον Πόρο, την Ύδρα και τις Σπέτσες που σχεδόν όλοι ήταν αλβανόφωνοι».(σελ.79)

Αλλά και στη µεγάλη συµµετοχή του αρβανίτικου στοιχείου στους οπλαρχηγούς της Επανάστασης: «Κατά την εκτίµηση του Γιάννη Γιανουλόπουλου [στον οποίο αφιερώνει το βιβλίο του ο Ηρακλείδης], ‘πέραν του συνόλου των σουλιωτών οπλαρχηγών και του συνόλου των καπετάνιων της Ύδρας και των Σπετσών, αλβανικής καταγωγής ήταν και πολλοί άλλοι’… Στους πιο επιφανείς από αυτούς, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, ο Νότης και ο Μάρκος Μπότσαρης, ο Κίτσος Τζαβέλλας, ο Ανδρέας Μιαούλης, ο Ιάκωβος Τοµπάζης, ο Γιώργος και ο Λάζαρος Κουντουριώτης, ο Γιώργης Σαχτούρης, ο Αναστάσιος και ο ∆ηµήτριος Τσαµαδός, ο Αντώνιος Κριεζής, η Λασκαρίνα Μπουµπουλίνα, ο Χατζηγιάννης Μέξης και ο ∆ηµήτρης Πλαπούτας (…) Επίσης ο Γεώργιος Καραϊσκάκης γνώριζε αλβανικά και ο κύριος όγκος της ένοπλης δύναµής του ήταν αρβανίτικος, και οι περισσότεροι Έλληνες οπλαρχηγοί γνώριζαν αλβανικά που τότε ήταν η lingua franca των στρατιωτικών στα Νότια Βαλκάνια, µισθοφόρων, αρµατολών, κλεφτών και άλλων».(σελ.81-82)

Παρόλο που από τις αναφορές του Ηρακλείδη λείπει το βιβλίο του Κώστα Η. Μπίρη για τους Αρβανίτες ως «∆ωριείς του νεώτερου Ελληνισµού», η συµβολή του αλβανικού στοιχείου σε κρίσιµες καµπές της Επανάστασης παρουσιάζεται αναλυτικά: η «ελληνοαλβανική συµµαχία» που υπογράφηκε στο Πέτα της Άρτας την 1 Σεπτεµβρίου 1821, ο ρόλος που έπαιξε στην άλωση της Τριπολιτσάς, η διάλυσή της όταν οι Αλβανοί ηγέτες είδαν στο Μεσολόγγι γκρεµισµένα τζαµιά και αιχµάλωτες Μουσουλµάνες γυναίκες, η εµµονή του Μαυροκορδάτου ότι εκείνη η συµµαχία «θα έβλαπτε ανεπανόρθωτα την Επανάσταση στα µάτια των Ευρωπαίων και των µεγάλων δυνάµεων». (σελ.90-93)

Ο Ηρακλείδης διακρίνει πέντε διαφορετικές στρατηγικές «σε επίπεδο ελίτ» ως προς τι έπρεπε να γίνει: «1. Πανβαλκανικός αγώνας ανεξαρτησίας υπό την ελληνική ηγεσία (Ρήγας Βελεστινλής, Φιλική Εταιρεία, Α.Υψηλάντης) 2. Ένοπλος αγώνας για ελληνική ανεξαρτησία (Χ.Περραιβός, Α. Μαυροκορδάτος, ∆. Υψηλάντης, Παπαφλέσσας κ.α.) 3. ∆ιατήρηση της υπάρχουσας κατάστασης λόγω των προνοµίων των Ελλήνων στην Οθωµανική Αυτοκρατορία που αλλιώς προβλεπόταν ότι θα χάνονταν και οι Ρωµιοί θα κινδύνευαν (Πατριάρχης Γρηγόριος, Αθανάσιος Πάριος, οι περισσότεροι Φαναριώτες και αρχικά αρκετοί κοτζαµπάσηδες στην Πελοπόννησο) 4. Λόγω των δυσµενών διεθνών συνθηκών, έµφαση κυρίως στην ελληνική παιδεία µε την ανεξαρτησία να έρχεται αργότερα, ει δυνατόν, ειρηνικά (Κοραής, Καποδίστριας, Ιγνάτιος Ουγγαροβλαχίας) και 5. ‘η εκ των ένδον διάβρωση του Οθωµανικού κράτους’ δια της συνεχούς ανάπτυξης των Ελλήνων στην οικονοµία και την παιδεία που θα τους καθιστούσε τελικά και χωρίς ένοπλο αγώνα ‘ηγέτιδα τάξη’, θέση που φαίνεται ότι υποστήριξε ο Ιγνάτιος πριν την Επανάσταση, αλλά όχι και µετά». (σελ. 53-54)

Η δολοφονία του Καραγιώργη της Σερβίας από τους πολιτικούς του αντιπάλους έβαλε τέλος στην στρατηγική του Πανβαλκανικού αγώνα και ο Περραιβός µε τον Μαυροκορδάτο επέβαλαν τη στρατηγική της ελληνικής ανεξαρτησίας. Παρ’ όλα αυτά, οι απόψεις ακόµη και για συγκρότηση κοινού ελληνοαλβανικού κράτους παρέµειναν ζωντανές και αποτέλεσαν µια παράδοση που αξιοποιήθηκε µε αντιφατικό τρόπο και από το ελληνικό κράτος και από τον αναδυόµενο αλβανικό εθνικισµό.

Ο Ηρακλείδης παρακολουθεί και παρουσιάζει αυτές τις αντιφάσεις και στον 19ο αιώνα και στις αρχές του 20ου και τον ρόλο που έπαιξαν στις ελληνοαλβανικές σχέσεις. Ταυτόχρονα, όµως, τις τοποθετεί στο πλαίσιο των επεµβάσεων των Μεγάλων ∆υνάµεων στα Βαλκάνια. Κανένα σύνορο δεν χαράχθηκε και καµιάς µειονότητας η τύχη δεν κρίθηκε αποκλειστικά από τις συγκρούσεις και τις συνεργασίες ανάµεσα στα αναδυόµενα Βαλκανικά κράτη. Για όλα αυτά η «τελική» (για όσο καιρό διαρκούσε) απόφαση ανήκε σε διεθνείς διασκέψεις στο Λονδίνο, στο Βερολίνο, στο Παρίσι, στη Λωζάνη, και οι ελληνικές και αλβανικές ηγεσίες έπρεπε να προσαρµοστούν.

Η Αλβανία έγινε ανεξάρτητο κράτος στις 28 Νοεµβρίου 1912 και ο πρώτος βαλκανικός πόλεµος ήταν ένας εφιάλτης για αυτήν καθώς «τέσσερα γειτονικά βαλκανικά κράτη επιζητούσαν τµήµατα των τεσσάρων βιλαετίων [της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας που είχαν αλβανικούς πληθυσµούς]: η Σερβία, η Ελλάδα, η Βουλγαρία και το Μαυροβούνιο». (σελ.317). Η Αυστροουγγαρία και η Ιταλία τάχθηκαν υπέρ της ανεξαρτησίας της Αλβανίας, η µεν πρώτη γιατί ήθελε να εµποδίσει πρόσβαση της Σερβίας στην Αδριατική, η δεύτερη γιατί είχε τις δικές της βλέψεις στην Αδριατική.

«Με τη Συνθήκη του Λονδίνου (17/30 Μαίου 1913) τα τέσσερα βαλκανικά κράτη αποδέχθηκαν να εναποθέσουν στις µεγάλες δυνάµεις τη χάραξη των συνόρων της Αλβανίας έναντι του Μαυροβουνίου, της Σερβίας και της Ελλάδας». (σελ.335) Αργότερα, η Αντάντ, που ήθελε να προσελκύσει την Ιταλία στο πλευρό της στον Πρώτο Παγκόσµιο Πόλεµο, πρότεινε το 1915 µοίρασµα της Αλβανίας µεταξύ Ιταλίας και Ελλάδας! (σελ.349)

Μέσα σε εκείνες τις πολύπλευρες διαπραγµατεύσεις όπου τα εδάφη, οι πληθυσµοί και οι διαθέσεις τους αντιµετωπίζονταν σαν πιόνια στη µεγάλη σκακιέρα των διεθνών ανταγωνισµών, «προ του διλήµµατος νησιά του Αιγαίου ή Βόρειος Ήπειρος ο Βενιζέλος επέλεξε τα νησιά, για να µην προκαλέσει τις µεγάλες δυνάµεις». (σελ.339) Οι Τσάµηδες βρέθηκαν να είναι µειονότητα µέσα στα ελληνικά σύνορα και το «βορειοηπειρωτικό» έγινε «εθνικό ζήτηµα» στα χέρια του ελληνικού εθνικισµού.

Η φασιστική Ιταλία του Μουσολίνι συνέχισε τις διεκδικήσεις της καταλαµβάνοντας την Αλβανία και εισβάλλοντας στην Ελλάδα τον Οκτώβρη του 1940 στα πλαίσια του Β΄Π.Π. Ο Ηρακλείδης ξετυλίγει το κουβάρι των ελληνοαλβανικών σχέσεων και στα χρόνια του πολέµου και στη µεταπολεµική περίοδο, αναδεικνύοντας το ρόλο των κινηµάτων της Αντίστασης που συνεργάστηκαν σε αντιπαράθεση µε το βρόµικο ρόλο των Βρετανών. Οι Εγγλέζοι καθοδήγησαν τον Ζέρβα να προχωρήσει σε σφαγές των Τσάµηδων ενώ ο ΕΛΑΣ τους προστάτεψε: «3.000 µε 5.000 Τσάµηδες αποτόλµησαν να επιστρέψουν στις εστίες τους στη Θεσπρωτία, έπειτα από συµφωνία που είχε προκύψει µεταξύ του ΕΛΑΣ µε το αλβανικό FNC (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο)» (σελ.460). Η εθνοκάθαρση του Ζέρβα δεν καταδικάστηκε ποτέ από την επίσηµη Ελλάδα (σελ.461), ενώ η άρση του εµπόλεµου µε την Αλβανία δεν έγινε παρά µόνο το… 1987 επί ΠΑΣΟΚ (σελ.401).

Το βιβλίο δεν είναι απαλλαγµένο από πολιτικές αδυναµίες του συγγραφέα του. Χαρακτηρίζει τον Ανδρέα Παπανδρέου λαϊκιστή, ενώ βρίσκει τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη «γνωστό για τη νηφαλιότητά του»(σελ.425)! Συνολικότερα, η σκοπιά του είναι αυτή ενός «φωτισµένου» φιλελευθερισµού, ενώ θεωρεί ότι «ο κλασικός µαρξισµός έχει την τάση να στέκεται αµήχανα σε σχέση µε τον εθνικισµό» (σελ.137). Ο Κορδάτος λείπει από τη βιβλιογραφία στο τέλος του βιβλίου και υπάρχει µόνο σε µια µικρή αναφορά στη σελίδα 176 ως «αυτοδίδακτος µαρξιστής ιστορικός». Αντίθετα, υπάρχει κατανόηση ότι το «Παπαρρηγοπούλειο ελληνικό αφήγηµα θεωρείται διεθνώς λιγότερο παρατραβηγµένο απ’ ό,τι τα αφηγήµατα άλλων βαλκανικών εθνών-κρατών» (σελ185).

Το αποτέλεσµα αυτών των αδυναµιών είναι η απουσία ταξικών αναφορών σε όλες τις ιστορικές περιόδους που εξετάζει. Χρησιµοποιεί µαρτυρίες όπου χαρακτηριστικά των Ελλήνων είναι «εργατικοί, ανθεκτικοί, ευρηµατικοί, ηρωικοί» (σελ194) και των Αλβανών «αναξιόπιστοι και αργυρώνητοι» (σελ.103), χωρίς να σχολιάζει τι ρόλο έπαιζαν οι έµποροι και τι έκαναν οι αγρότες, πώς λειτουργούσαν οι κοινωνικές διαφοροποιήσεις και ιεραρχίες σε κάθε φάση. Φτάνει στο σηµείο να θεωρεί ότι «η περίπτωση της Αϊτής (Αϊτινή Επανάσταση 1791-1804) ήταν ένας ηρωικός αγώνας πρώην Αφρικανών δούλων, όχι ένα έθνος που κέρδισε την ανεξαρτησία τους» (σελ76). Η ελεύθερη Αϊτή που στήριξε την ελληνική επανάσταση τι ήταν άραγε, ένα µη-έθνος-κράτος;

Ένα χρήσιµο βιβλίο λοιπόν, αλλά ένα βιβλίο που χρειάζεται την κριτική µατιά του µαρξισµού για την αξιοποίησή του. 

Υστερόγραφο. Η επιµέλεια του βιβλίου έχει πολλά λάθη επίπεδου «google translate» σε διάφορα σηµεία. Η «αυτοµόληση» γίνεται «αυτοµόλυνση»(σελ.95), η κεντρική πλατεία των Τιράνων «πλατεία Τυράννων»(σελ.273), οι ηρωικοί αγωνιστές «ηρωικοί ανταγωνιστές»(σελ288), οι ιµπεριαλιστές «ιµπεριαλιστικές»(σελ.390).

2022 "Πολυκύμαντες σχέσεις, Έλληνες-Αλβανοί 1821-2021"