Άγρια ιστορία για μεγάλα παιδιά. Από τον φασισμό στον μεταφασισμό η δημοκρατία απέναντι στη νέα ακροδεξιά
Κωστής Παπαϊωάννου
Τιμή 15 ευρώ, 296 σελίδες
Εκδόσεις Πόλις
Bιβλιοκριτική: Γιώργος Πίττας
Σοσιαλισμός από τα Κάτω Νο147, Ιούλιος-Αύγουστος 2021
«Ποια συγκυρία γέννησε τον ιταλικό φασισμό;
Η Ιταλία βγήκε από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο με αυξήσεις στις τιμές των βασικών αγαθών, ανεργία και μαζική αποστράτευση των μελών του Βασιλικού Στρατού. Ήταν η Κόκκινη Διετία... Το 1919 εκατομμύρια εργάτες οργάνωσαν απεργίες και κατέλαβαν τα εργοστάσια... Συμβούλια εργατών, απεργίες, καταλήψεις γης. Δημιουργήθηκαν νέες μορφές οργάνωσης, οι εργοστασιακές επιτροπές... Σε ορισμένα εργοστάσια πήραν τον έλεγχο της παραγωγής... Η Ιταλία βρισκόταν πολύ κοντά στην αλλαγή κοινωνικού συστήματος. Ήταν η κρίσιμη στιγμή. Μπροστά όμως στην τελική σύγκρουση, οι σοσιαλιστές συμβιβαστηκαν με τους εργοδότες. Οι εργάτες επέστρεψαν στο εργοστάσιο με σκυμμένο το κεφάλι. Η Αριστερά ηττήθηκε.
Και πώς ανεβαίνει ο φασισμός;
Το Σεπτέμβριο του 1920, όταν οι απεργίες βρίσκονταν στην κορύφωσή τους, ο αναρχικός Ερίκο Μαλατέστα είπε: Αν δεν φτάσουμε ως το τέλος, θα πληρώσουμε με ματωμένα δάκρυα τον φόβο που προκαλούμε τώρα στους αστούς. Τα λόγια του αποδείχτηκαν προφητικά... Δεν θα επέτρεπαν να επαναληφθεί τέτοια άνοδος του εργατικού κινήματος. Ως απάντηση λοιπόν γιγαντώθηκε το Εθνικό Φασιστικό Κόμμα, με την χρηματοδότηση των βιομηχάνων... Ξέσπασε ένα κύμα τρομοκράτησης, οι φασιστικές φάλαγγες χτυπούσαν συνδικαλιστές και δολοφονούσαν πολιτικούς αντιπάλους... Μέσα σε τέσσερα χρόνια το φασιστικό κόμμα είχε γίνει το μοναδικό κόμμα».
Ένα ερώτημα και μια απάντηση, όχι πάνω από δύο-τρεις παραγράφους. Με αυτή τη μορφή γραμμένη κυλάει σαν νερό η «Άγρια ιστορία για μεγάλα παιδιά-από τον φασισμό στο μεταφασισμό, η δημοκρατία απέναντι στη νέα ακροδεξιά», το νέο βιβλίο του Κωστή Παπαϊωάννου που κυκλοφόρησε πριν από δύο μήνες από τις εκδόσεις Πόλις. «Όποιος θεωρεί τον φασισμό τελειωμένη υπόθεση κάνει δυστυχώς λάθος. Χρειάζεται να μελετάμε, να γνωρίζουμε και να αναγνωριζουμε το ακροδεξιό φαινόμενο» υποστηρίζει ο συγγραφέας στην εισαγωγή του βιβλίου. Ενος βιβλίου που δεν απευθύνεται στους «ειδικούς» αλλά στον καθένα που θέλει να καταλάβει τον φασισμό, που θέλει να τον παλέψει.
Και σε γενικές γραμμές, μέσα στις περίπου 300 σελίδες του, πετυχαίνει σε αυτόν του τον στόχο. Όχι μέσα από μια αφήγηση που ακολουθεί γραμμικά την πορεία του φασισμού μέσα στο χρόνο αλλά επιχειρώντας τις συνδέσεις ανάμεσα στο παρελθόν και στο σήμερα της φασιστικής απειλής. Παραθέτοντας δεκάδες μαρτυρίες απλών ανθρώπων. Συνομιλώντας με ιστορικούς και συγγραφείς που καταπιάστηκαν με το φασιστικό φαινόμενο, με το Ολοκαύτωμα, στο οποίο είναι αφιερωμένο ένα ολόκληρο κεφάλαιο του βιβλίου. Πιάνοντας τις εκφάνσεις της φασιστικής απειλής μέσα στη δημόσια σφαίρα και την επίδρασή της στις γυναίκες, στους ανάπηρους, στην εκπαίδευση, στον τύπο, στην γλωσσα και σε μια σειρά άλλους τομείς. Αναδεικνύοντας τις διαχρονικές συνδέσεις του φασισμού με την δεξιά, την εκκλησία, τον κρατικό μηχανισμό στην Ελλάδα από την δεκαετία του ’30 μέχρι σήμερα.
Πρόκειται για ένα βιβλίο που αναμφίβολα κεντρίζει τη συζήτηση παίρνοντας θέση, καλώντας έτσι και τον αναγνώστη να πάρει θέση, να ψάξει, να συμφωνήσει, να διαφωνήσει −«σαν να είναι και το ίδιο μέρος μιας ανοιχτής, διαρκούς συζήτησης γύρω από το ακροδεξιό φαινόμενο», όπως ο ίδιος ο συγγραφέας σημειώνει.
«Παρακολουθώντας την εξέλιξη από τον φασισμό στον μεταφασισμό και τη νέα ακροδεξιά χρειαζόμαστε μια αντίστοιχη εξέλιξη από το ρομαντικό αντιφασισμό του μεσοπολέμου στη ρεαλιστική αντιπαράθεση κατά της νέας Ακροδεξιάς σήμερα. Μια νέα δημοκρατική συσπείρωση. Στους δρόμους, με την ενσώματη παρουσία μας στο δημόσιο χώρο. Στους θεσμούς, με την ουσιαστική απομονωση της ακροδεξιάς. Και στο κρίσιμο πεδίο της μνήμης και της γνώσης».
Με αυτήν την φράση στον επίλογο του βιβλίου τίθενται από τον συγγραφέα οι τρεις άξονες αντιμετώπισης του φασισμού και έχουν ιδιαιτερη σημασία.
Η ενσώματη παρουσία στο δρόμο είναι ένα κομβικό σημείο για την αντιμετώπιση της φασιστικής απειλής διαχρονικά. Ο φασισμός του μεσοπολέμου στην Ιταλία και στη Γερμανία δεν προέκυψε μηχανιστικά και από τα πάνω σαν «το μακρύ χέρι της άρχουσας τάξης» απέναντι στην απειλή που αυτή ένοιωσε με τις εργατικές επαναστάσεις των αρχών του ’20. Ήταν ένα αντιδραστικό κίνημα που χτίστηκε επί χρόνια στο δρόμο χρησιμοποιώντας την ωμή βία και πλασσάροντας επιτυχημένα τον εαυτό του σαν ένα καλό «εργαλείο» στα χέρια μιας αστικής τάξης σε κρίση. Αυτή στη συνέχεια το στήριξε, το χρηματοδότησε, το εξόπλισε και μετά του παρέδωσε «προσωρινά» και την εξουσία. Γι’αυτό και έχει τεράστια σημασία να σταματήσει κανείς το «φίδι πριν να βγει από το αυγό του». Αυτή είναι η εμπειρία που αναδείχτηκε στην πολύχρονη μάχη κόντρα στη Χρυσή Αυγή. Αυτή είναι η εμπερία της Cable Street, την δεκαετία του ’30 στην Βρετανία όπου το αντιφασιστικό κίνημα πέτυχε να τσακίσει στο δρόμο τον Μόσλεϊ, τον βρετανό επίδοξο Χίλτερ σε αντίθεση με τις αρνητικές εμπειρίες της Γερμανίας, της Ιταλίας, της Ισπανίας, και καταγράφεται στο βιβλίο σε μια από τις πολλές ιστορικές αναφορές του συγγραφέα.
Και είναι κρίσιμη η μάχη πάνω στο «πεδίο της μνήμης και της γνώσης» σήμερα. Η μνήμη απέναντι στα ψέματα των αρνητών του Ολοκαυτώματος και τις συνωμοσίες των alt right νοσταλγών της «φυλετικής ανωτερότητας» -αλλά και απέναντι στους οπαδούς της «θεωρίας των δυο άκρων» και τους κάθε λογής αναθεωρητές που ξεπλένουν τον φασισμό μέσα από τις «ίσες αποστάσεις». Και είναι απαραίτητο το στοιχείο της γνώσης απέναντι στις εθνικιστικές, ρατσιστικές, σεξιστικές, ισλαμοφοβικές και κάθε είδους δημαγωγίες που χρησιμοποιεί σήμερα η ακροδεξιά σαν όχημα προκειμένου μέσα σε περιόδους βαθέματος της κρίσης, όπως το ’30 ή η σημερινή, να στρέψει την οργή των μαζών μακριά από το σύστημα διασπώντας και αποδυναμώνοντας την εργατική τάξη.
Η αξία, τέλος, της μάχης μέσα στους -εχθρικούς- αστικούς θεσμούς αναδείχτηκε κρίθηκε στην πράξη μέσα στον αγώνα ενάντια στην Χρυσή Αυγή. Μετά από δεκαετίες κάλυψης, πέρσι τον Οκτώβρη τα δικαστήρια καταδίκασαν και έκλεισαν στην φυλακή την ηγεσία της Χ.Α. Αυτό δεν θα είχε γίνει ποτέ αν το αντιφασιστικό κίνημα δεν πήγαινε τους ναζί στα δικαστήρια. Η πολύχρονη δίκη -για την οποία το βιβλίο έχει μια σειρά από αναφορές- επέδρασε καταλυτικά στην αποδυνάμωση των ταγμάτων εφόδου στην αποκάλυψη, στη σταδιακή απομόνωση, στο κλείσιμο των γραφείων, στην εκλογική ήττα και εν τέλει στη διάλυση της Χ.Α. Η μάχη της απομόνωσης της ακροδεξιάς και των ναζί δόθηκε και μέσα στους δήμους και θα μπορούσε να είχει δοθεί πολύ περισσότερο στο κοινοβούλιο, το οποίο λειτούργησε σαν ένας ενισχυτής μεγατόνων στην καταστροφική της δύναμη.
Αλλά θα ήταν λάθος να θεωρήσει κανείς ότι η φασιστική απειλή μπορει να χτυπηθεί αλώνοντας από τα μέσα τους θεσμούς ή αξιοποιώντας πολιτικά από τα πάνω «δημοκρατικά τόξα» -αυτά που κατά καιρούς προτείνουν στα κανάλια αναξιόπιστοι «συμμάχοι» που περιστασιακά, φοράνε την προβιά του αντιφασίστα, επιδιώκοντας είτε να ξεπλυθούν είτε να πετύχουν ευρύτερες συναινέσεις. Μέσα στο όχι και τόσο «βαθύ κράτος» οι δεσμοί με την ακροδεξιά και τον φασισμό μπορεί κάποτε να λουφάζουν αλλά παραμένουν εκεί, ακλόνητοι ακόμη και σήμερα -βλέπε εισαγγελέα στη δίκη της Χ.Α. Το ίδιο βαθιές είναι και οι σχέσεις συγκατοίκησης της ακροδεξιάς με τη Νέα Δημοκρατία, το κύριο κόμμα διαχείρισης των συμφερόντων της άρχουσας τάξης στην Ελλάδα. Ακόμη χειρότερα, προωθώντας νέες επιθέσεις λιτότητας, φτιάχνοντας στρατόπεδα συγκέντρωσης και φράχτες για τους πρόσφυγες, παίζοντας ασταμάτητα τα χαρτιά του ρατσισμού, της ισλαμοφοβίας και του εθνικισμού, ξαναστρώνουν το δρόμο στην ακροδεξιά και τους φασίστες.
Ο ρεαλιστικός δρόμος για να απομονώσουμε την φασιστική απειλή περνάει μέσα από το ενιαίο μέτωπο της εργατικής τάξης που μπορεί να συσπειρώσει το σύνολο των συνδικάτων, της αριστεράς και της νεολαίας -κερδίζοντας δίπλα του, τους άνεργους, τους μικροαστούς και όλα τα χτυπημένα από την κρίση και τη λιτότητα κομμάτια που εποφθαλμιούν οι φασίστες.
Υπάρχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά ανάμεσα στον φασισμό και το ναζισμό του μεσοπολέμου και στο σημερινό; Το βιβλίο καταπιάνεται αρκετά με αυτό το ερώτημα. Αναμφίβολα ναι είναι η απάντηση. Στις περισσότερες χώρες της δύσης η ισλαμοφοβία και ο ρατσισμός ενάντια στους μετανάστες και τους πρόσφυγες έχουν βάλει σε δεύτερη μοίρα (χωρίς στην πραγματικότητα βέβαια να έχουν ποτέ εγκαταλείψει) τον αντισημιτισμό σαν βασικό εργαλείο της ακροδεξιάς και των φασιστών. Κάποια κομμάτια της ακροδεξιάς φοράνε «προοδευτικό μανδύα» υποκρινόμενα ότι υπερασπίζουν την «κοσμικότητα» και τα «δικαιώματα των γυναικών και του LGBTQI κινήματος» απέναντι στους «ισλαμοφασίστες». Αμέτρητες είναι και οι μορφοποιήσεις του ακροδεξιού και του φασιστικού φαινομένου από την Μαρίν Λεπέν -που θέλει να πάει για κυβέρνηση και κάνει ό,τι μπορεί για να πείσει ότι έχει αποτινάξει το φασιστικό παρλεθόν του πατέρα της- μέχρι τον Ορμπάν στην Ουγγαρία. Αλλού καμώνονται τους κάργα «αντισυστημικούς» αλλού τους εκφραστές της «τάξης» αλλού τους «συνοριοφύλακες». Αλλού τα τάγματα εφοδου μένουν στην εφεδρεία, αλλού είναι στην πρώτη γραμμή, αλλά σε κάθε περίπτωση ο πυρήνας του φασιστικού φαινομένου παραμένει αλλάζοντας προφίλ και προσωπεία.
Είδαμε στην Ελλάδα πως ο επί δεκαετίες περιθωριακός και «ντεμοντέ» σκληρός ναζιστικός τρόπος της Χρυσής Αυγής έφτασε να γίνεται «μέινστριμ» -μοστράροντας τα «ζίγκ χάιλ» του, τα επίσημα τάγματα εφόδου του και με τα όπλα του- και είδαμε πόσο γρήγορα οι μισοί από αυτούς δεν είχαν πρόβλημα να τα εγκαταλαίψουν για να γίνουν «σοβαρή Χρυσή Αυγή». Με την ίδια ευκολία, ο στενός ακροδεξιός πυρήνας της ηγεσίας του κόμματος της Λεπέν, ας μην έχουμε αμφιβολία, δεν θα διστάσει να βγάλει στην πρώτη ευκαιρία, τα παραμερισμένα τάγματα εφόδου στο δρόμο.
Δεν έχουμε ξεμπλέξει με τον φασισμό, «η άγρια ιστορία για μεγάλα παιδιά» δυστυχώς συνεχίζεται στην Ελλάδα και σε όλο τον κόσμο και το βιβλίο του Κωστή Παπαιωάννου είναι αναμφίβολα μια σημαντική συμβολή στον αντιφασιστικό αγώνα και στη συζήτηση για το πώς αυτός μπορεί να νικήσει.