"Ιστορίες για τη σεξουαλικότητα"

Ιστορίες για τη σεξουαλικότητα
Συλλογικό

Τιμή 20 ευρώ, 360 σελίδες
Εκδόσεις Θεμέλιο

Bιβλιοκριτική: Σταυρούλα Πανίδου
Σοσιαλισμός από τα Κάτω Νο145, Μάρτης-Απρίλης 2021

Ο συλλογικός τόµος «Ιστορίες για τη σεξουαλικότητα», σε επιµέλεια της ιστορικού ∆ήµητρας Βασιλειάδου και της ιστορικού τέχνης Γλαύκης Γκότση, είναι εξαιρετικά επίκαιρος. Πρόκειται για δεκατέσσερα κείµενα που µελετούν τη σεξουαλικότητα, κυρίως στην Ελλάδα του εικοστού αιώνα. Οι συγγραφείς τους, αξιοποιώντας ποικίλες πηγές, φέρνουν στο φως νέα ιστορικά στοιχεία, διευρύνουν µε νέες υποθέσεις το ερευνητικό πεδίο της σεξουαλικότητας και ανοίγουν, ρητά ή υπόρρητα, τη συζήτηση γύρω από τα θεωρητικά εργαλεία για τη µελέτη του.

Στα περισσότερα κείµενα είναι έντονη η επιρροή του Michel Foucault και της δικής του «Ιστορίας της σεξουαλικότητας» (1976). Το φουκωικό ερµηνευτικό σχήµα Γνώση – Εξουσία ιστορικοποιείται µέσα από την κατάδειξη του εξουσιαστικού ρόλου των «ειδικών» στην ελληνική κοινωνία. Μέσα από θεµατικές όπως ο αυνανισµός, ο οµοερωτισµός, η νεανική γυναικεία σεξουαλικότητα, ο βιασµός, παρακολουθούµε πώς το ανθρώπινο σώµα υποβάλλεται στις «τεχνολογίες των εξουσιών». Πώς κατασκευάζεται (ιδεολογικά και θεσµικά) το κανονιστικό, πειθαρχικό πλαίσιο της σεξουαλικότητας, η ποινικοποίηση των «παρεκκλίσεων», ο καθορισµός των δηµόσιων πολιτικών υγείας, ο τρόπος λειτουργίας των «νοσηλευτικών» ιδρυµάτων – δοµών εγκλεισµού.

Ερχόµαστε µπροστά σε πρακτικές ελέγχου των σωµάτων πραγµατικά σοκαριστικές: «…κάποια από τα προτεινόµενα αποτρεπτικά µέτρα (για τον αυνανισµό) οδηγούσαν τον έλεγχο των σωµάτων στον παροξυσµό του, σε λογικές που δεν απείχαν εκείνων του ασύλου ή της φυλακής …. ακόµα και χειρουργικές επεµβάσεις, όπως η περιτοµή και η τοποθέτηση κρίκων στην ακροποσθία του αγοριού ή κλειτοριδεκτοµή στα κορίτσια».

Στα κείµενα για το βιασµό παρακολουθούµε τη θεσµοθέτηση του σεξιστικού λόγου γι’ αυτόν. Είναι ο επίσηµος λόγος της ιατρικής/ψυχιατρικής και δικαστικής εξουσίας: «Ήδη από την πρώτη δεκαετία του 19ου αιώνα, όταν άρχισαν να δηµοσιεύονται συστηµατικά ιατροδικαστικά κείµενα, ήταν συνηθισµένες οι προειδοποιήσεις προς τους χειρουργούς της αστυνοµίας για την τάση των γυναικών να λένε ψέµατα σχετικά µε τον βιασµό. Αυτό κυριαρχούσε ακόµα και αργά στον 20ο αιώνα. Το 1969, για παράδειγµα, η Ένωση Χειρουργών της Αστυνοµίας της Μεγάλης Βρετανίας εξέδωσε ένα εγχειρίδιο οδηγιών … στο οποίο δηλωνόταν µε έµφαση ότι οι καταγγελίες για βιασµό συχνά ‘γίνονταν άδικα ή µε εκβιαστικούς σκοπούς’. Στην έκδοση του 1978, ….. (ο πρόεδρος της Ένωσης) εξηγούσε ότι ‘πολλοί ισχυρισµοί για σεξουαλική επίθεση στηρίζονται στα ψευδή στοιχεία µιας ανήθικης ενάγουσας’, η οποία επιχειρούσε να κατασκευάσει ‘ένα άλλοθι για να κατευνάσει τους γονείς, τον σύζυγο ή τον εραστή’ ….. Στο πλαίσιο της ψυχιατρικής, επίσης, η σεξουαλική βία γινόταν ευρέως κατανοητή σαν να την προκαλεί το ίδιο το θύµα …. οι γυναίκες που είχαν βιαστεί ήταν ‘γεννηµένες θύµατα, αυτοκαταστροφικές και επιβλαβείς για τον εαυτό τους’ …. Πολλοί βιασµοί απλά δεν θα είχαν συµβεί αν το ‘θύµα’ δεν ερωτοτροπούσε και δεν αµφιταλαντευόταν γύρω από την επιθυµία του για σεξουαλική επαφή».

Την τακτική της «αορατότητας»/«µυστικότητας», όχι από τους εξουσιαζόµενους αλλά από την ίδια την εξουσία, αναλύει στο κείµενο του ο Κώστας Γιαννακόπουλος. Στόχος της τακτικής αυτής είναι να κρυφτεί η έκταση που έχει µέσα στην κοινωνία η «παρέκκλιση» ως προς τα κανονιστικά πρότυπα, να κρυφτεί ο «εκφυλισµός του ίδιου του έθνους». Όταν αποδείχνεται τελικά ότι, σ’ ένα (οµο)σεξουαλικό έγκληµα στη µεταπολεµική Αθήνα, θύµα και θύτης είναι καθόλα «ευπρεπείς οικογενειάρχες», οι αρχές απαγορεύουν στον Τύπο να συνεχίσει να γράφει γι’ αυτό. «Αυτό που προκαλεί ηθική ανησυχία, πανικό, είναι η δηµοσιοποίηση µιας σεξουαλικότητας η οποία θεωρούταν ανύπαρκτη, αδιανόητη». Πρέπει να κρυφτεί, για το καλό της ίδιας της κοινωνίας, ότι η οµοφυλοφιλία, δηλαδή «η ‘ανωµαλία/διαστροφή’ βρίσκεται στην καρδιά της (ετερο)κανονικής, ‘φυσιολογικής’ οικογένειας και δεν είναι περιορισµένη σε έναν ‘υπόκοσµο ανωµάλων’».

Αν η µια πλευρά διερεύνησης της σεξουαλικότητας είναι ο λόγος και οι πρακτικές της εξουσίας, η άλλη πλευρά είναι η διερεύνηση της πρόσληψης των κανονιστικών πλαισίων από τα εξουσιαζόµενα υποκείµενα και οι σεξουαλικές πρακτικές τους εντός ή σε σύγκρουση µε αυτά τα πλαίσια. Η Μύκονος, τα πρώτα γκέι µαγαζιά, τα αθηναϊκά τσοντοσινεµά γίνονται αντικείµενα µελέτης, µέσα και από τις προφορικές µαρτυρίες θαµώνων τους, ως οι ελληνικές «φουκωικές ετεροτοπίες». Τόποι εντός των οποίων οι κανόνες παύουν να ισχύουν -ή, έστω, έτσι φαίνεται να τους θεωρούν τα ίδια τα υποκείµενα- τόποι σεξουαλικής ελευθερίας αλλά και τόποι αναζήτησης του σεξουαλικού αυτοκαθορισµού.

Εξαιρετικά ενδιαφέρον είναι το κείµενο των ιστορικών Βασιλικής Θεοδώρου και Χρήστου Λούκου, που µελετούν τα µητρώα των ασθενών του Νοσοκοµείου Συγγρού στη δεκαετία του ’30. Στο κείµενο φωτίζονται οι σεξουαλικές συµπεριφορές ανδρών και γυναικών της περιόδου του Μεσοπολέµου -πολύ πιο ελεύθερες από ό, τι συνήθως πιστεύεται- και αναδύονται στερεοτυπικές συνδέσεις µε σηµερινές πρακτικές, όπως η στοχοποίηση των εκδιδόµενων γυναικών ως φορέων αφροδισίων νοσηµάτων συνδυασµένη µε την απενοχοποίηση των αντρών - πελατών. Μέσα από το ζήτηµα των αφροδισίων και των «ανεύθυνων αντρών που µολύνουν τις συζύγους και τις συντρόφους τους» µιλούν για τη σεξουαλικότητα, για πρώτη φορά δηµόσια, οι φεµινίστριες στην Ελλάδα.

Στο κείµενο αναδεικνύεται επίσης ο ταξικός χαρακτήρας λειτουργίας του νοσοκοµείου. Για τις εκδιδόµενες γυναίκες, που οδηγούνταν εκεί από την ίδια την αστυνοµία -όπως επίσης και νεαρές εργάτριες που η αστυνοµία υποψιαζόταν ως εκδιδόµενες, επειδή πχ «σύχναζαν σε ζυθοπωλεία»- το νοσοκοµείο λειτουργούσε κυριολεκτικά ως ίδρυµα εγκλεισµού, γεγονός που συνεπαγόταν τη διαπόµπευση και την περαιτέρω εξαθλίωση των συνθηκών ζωής αυτών των γυναικών. Για τους κάθε λογής, όµως, «ευυπόληπτους» πολίτες, «αστυνοµικούς, αξιωµατικούς, δικηγόρους, δηµοσιογράφους, γιατρούς, δηµοσίους υπαλλήλους, ιερείς και ηθοποιούς», το νοσοκοµείο παρείχε απόλυτη εχεµύθεια και προστασία, δηµιουργώντας όχι µόνο κρυφή είσοδο αλλά και ειδικό παράρτηµα γι’ αυτούς.

Τα παραπάνω είναι ένα µικρό δείγµα των ερευνών και των συµπερασµάτων των συγγραφέων του βιβλίου. Εξίσου σηµαντική είναι και η θεωρητική συζήτηση που ανοίγει στις σελίδες του και οι προβληµατισµοί γύρω από τις ανεπάρκειες του κυρίαρχου στη µελέτη του πεδίου της σεξουαλικότητας φουκωικού ερµηνευτικού σχήµατος. Ανεπάρκειες οι οποίες είναι εµφανείς σε αρκετά από τα κείµενά του.

Τα κανονιστικά πρότυπα για τη σεξουαλικότητα -και κατ’ επέκταση για την οικογένεια- είναι κατασκευές ιστορικά προσδιορισµένες. Η αποκαλυπτική, κατά τα άλλα, παρουσίαση ιδεολογίας και εξουσιαστικών θεσµών, όταν αγνοεί τη συγκεκριµένη υλική βάση που τους παράγει -µε άλλα λόγια όταν εγκαταλείπεται η ανάλυση της κοινωνίας ως ενός συνόλου που καθορίζεται από τη σύγκρουση, στη συγκεκριµένη ιστορική φάση, κεφαλαίου και εργασίας- τότε εγκλωβίζεται στην ανάλυση της κοινωνίας ως ενός συµπλέγµατος από εξουσιαστικούς µικρόκοσµους. Καταλήγει να µελετά αποκλειστικά την «παθολογία» και τα «πάσχοντα» υποκείµενα ως τα µόνα που υφίστανται την καταπίεση των κανονιστικών προτύπων και θεσµών. Έτσι, και οι αντιστάσεις θεωρείται πως αφορούν µόνον όσους/ες βρίσκονται εκτός αυτών των σεξουαλικών προτύπων, συνεπώς αντιστάσεις ατοµικές ή, στην καλύτερη περίπτωση, επιµέρους οµάδων.

Χαρακτηριστικό παράδειγµα είναι τα κείµενα που µελετούν την περίοδο των δεκαετιών ‘70 - ’80, στα οποία η διαπίστωση των αλλαγών στο θεσµικό λόγο, όπως και στο λόγο και τις πρακτικές των «από τα κάτω», καθώς δεν συνδέονται µε το εργατικό και νεολαιίστικο κίνηµα αυτής της περιόδου, µένουν ιστορικά αίολες. Η διασύνδεση, δηλαδή, µε ένα κίνηµα που άλλαξε άρδην το τοπίο της σεξουαλικότητας και της οικογένειας µε τις κατακτήσεις του (προοδευτικό οικογενειακό δίκαιο, εργασιακές νοµοθεσίες και προνοιακές δοµές που στηρίζουν την εργατική οικογένεια, δικαιώµατα αυτοδιαχείρισης των σωµάτων µας).

Σηµαντικό, όµως, είναι να σταθούµε και σε κάτι ακόµη. Όταν η ∆ήµητρα Βασιλειάδου ρωτήθηκε γιατί ελάχιστες πανεπιστηµιακές σχολές στην Ελλάδα έχουν εισάγει στο αναλυτικό τους πρόγραµµα το γνωστικό πεδίο της ιστορίας της σεξουαλικότητας, που έχει ήδη σαράντα χρόνια ύπαρξης, απάντησε: «Ίσως να οφείλεται και στο γεγονός ότι, όπως είχε δηλώσει η υπουργός Παιδείας, ‘η ιστορία δεν πρέπει να έχει κοινωνιολογικό χαρακτήρα, αλλά χαρακτήρα διαµόρφωσης εθνικής συνείδησης’!».

Επειδή τέτοιες επιστηµονικές δουλειές εναντιώνονται στην ιδεολογική χρήση του παρελθόντος και διαλύουν τη µυθολογική αναπαράστασή του από τους ταγούς της «επίσηµης» ιστοριογραφίας, το να διεκδικήσουµε ότι το περιεχόµενο των σπουδών θα καθορίζεται από την ίδια την εκπαιδευτική κοινότητα (διδάσκοντες και διδασκόµενους) και όχι από το κράτος και την αγορά, είναι ένας ακόµη τρόπος να βάλουµε φραγµό στα σχέδια για επιστροφή στο δόγµα «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» και ταυτόχρονα να πλουτίσει η συζήτηση για τις επιστηµονικές και πολιτικές πρακτικές, µε συµφωνίες και διαφωνίες, γύρω από όλα αυτά τα θέµατα.

2021 "Ιστορίες για τη σεξουαλικότητα"