"Ο ελληνικός 20ός αιώνας"

Ο ελληνικός 20ός αιώνας
Αντώνης Λιάκος

Τιμή 27,40 ευρώ, 740 σελίδες
Eκδόσεις Πόλις

Bιβλιοκριτική: Λέανδρος Μπόλαρης
Σοσιαλισμός από τα Κάτω Νο138, Γενάρης-Φλεβάρης 2020

Ο Α. Λιάκος τοποθετεί τον «ελληνικό 20ο αιώνα» στην περίοδο από το 1912 μέχρι το 2010. Η πρώτη χρονολογία επιλέγεται γιατί οι Βαλκανικοί Πόλεμοι που ξέσπασαν εκείνη τη χρονιά ήταν το πρώτο βήμα σε μια διαδικασία που άλλαξε εκ θεμελίων την ελληνική κοινωνία. Η δεύτερη χρονολογία σημαδεύεται από τον ερχομό της κρίσης στην Ελλάδα.

Γίνεται φανερό λοιπόν ήδη από τον τίτλο ότι ο Α. Λιάκος αποπειράται να γράψει την ιστορία των κοινωνικών αλλαγών και των πολιτικών τους συνεπειών σε αυτήν την περίοδο. Τα εννιά από τα δέκα κεφάλαια του βιβλίου ακολουθούν μια χρονολογική σειρά με τους τίτλους τους να σηματοδοτούν το βασικό χαρακτηριστικό κάθε περιόδου. To δέκατο έχει τίτλο «πως είδαν οι Έλληνες την ιστορία τους τον 20ό αιώνα».

Στα «προλεγόμενα» του βιβλίου του ο συγγραφέας παίρνει τις αποστάσεις του από τις «απλουστεύσεις» και την «τελεολογία» που διακρίνει διάφορες ανάλογες απόπειρες τα τελευταία χρόνια. Για παράδειγμα: «η Ελλάδα παρουσιάζεται είτε ως το περιούσιον έθνος είτε ως παραδοξότητα, οι Έλληνες είτε ως αντιστασιακός λαός είτε ως τα ‘κακά παιδιά της ιστορίας’». Το τελευταίο είναι έμμεση αναφορά σε μια άλλη τέτοια απόπειρα από τον Κ. Κωστή που κυκλοφόρησε το 2014 με τίτλο «Τα κακομαθημένα παιδιά της ιστορίας - Η διαμόρφωση του νεοελληνικού κράτους, 18ος-21ος αιώνας» (βλ. βιβλιοκριτική από τον Κ. Βλασσόπουλο στο τεύχος 103 του περιοδικού μας). Μετά την κρίση, λέει ο Λιάκος «η ελληνική ιστορία συρρικνώθηκε σε επτά πολέμους, τέσσερις εμφυλίους και επτά πτωχεύσεις» (αναφορά στο βιβλίο του Γ. Δερτιλή).

Αντίθετα, «Ο ελληνικός 20ός αιώνας» φιλοδοξεί να «παρουσιάσει τη συνάρθρωση του πολιτικού με το κοινωνικό και το πολιτισμικό» μιλώντας για την ελληνική ιστορία «μέσα από την παγκόσμια οπτική», δηλαδή να δει την «Ελλάδα σαν ένα κύτταρο σε μεταβολισμό με το περιβάλλον του» που και το ίδιο αλλάζει διαρκώς. Η έννοια της «ενδεχομενικότητας» είναι το κλειδί στην οπτική του Α. Λιάκου.

Αυτή η οπτική έχει ως αφετηρία τη διάθεση «να απαλλάξουμε την ιστορία από το έθνος» και στις σελίδες του βιβλίου κάμποσες φορές αναδεικνύει υποβαθμισμένες πλευρές της κοινωνικής ιστορίας. Για παράδειγμα, ο Λιάκος εξηγεί πόσο απλουστευτικό είναι το σχήμα που λέει ότι η Ελλάδα από χώρα «εξαγωγής» μεταναστών έγινε ξαφνικά χώρα «εισαγωγής τους», θυμίζοντας όχι μόνο την ιστορία της ελληνικής μετανάστευσης από τον 19ο αιώνα αλλά και την παρουσία μεταναστών εργατών στην Ελλάδα από τις αρχές της δεκαετίας του ’70. Ένα άλλο παράδειγμα είναι η αναφορές -άνισες- στην «έμφυλη διάσταση» όπως οι αγώνες για τα δικαιώματα των γυναικών, η εμφάνιση του κινήματος των ομοφυλόφιλων που τα συνδέει με βαθύτερες κοινωνικές αλλαγές (είσοδος γυναικών στην εκπαίδευση και στην αγορά εργασίας) και τις εντάσσει στις «κουλτούρες της μεταπολίτευσης».

Φιλόδοξη προσπάθεια, που τελικά όμως αποτυγχάνει. Υπάρχουν κάποια προφανή σημεία, κραυγαλέες απουσίες. Για μια ιστορία που θέλει να βλέπει την ελληνική κοινωνία σε διαρκή μεταβολισμό με το περιβάλλον της, είναι πραγματικό κατόρθωμα στην όλη παρουσίαση της πολεμικής δεκαετίας 1912-1922 να μην υπάρχει η παραμικρή αναφορά στην Ρώσικη Επανάσταση. Εκτενείς αναφορές στην «οργανωμένη βία» των πολέμων, καμιά αναφορά στις απεργίες και το αντιπολεμικό κίνημα. Συνολικά, οι ταξικές αναμετρήσεις και οι πολιτικοί αγώνες που τις εκφράζανε με όλη την πολυπλοκότητά τους, υποτιμώνται μέχρι εξαφάνισης στον «ελληνικό 20ό αιώνα».

Ακόμα και στο κεφάλαιο που αναφέρεται στη συγκλονιστική δεκαετία του ’40 (στην Κατοχή, την Αντίσταση και τον Εμφύλιο) η πολιτική διάσταση εξαϋλώνεται σε μια αποστασιοποιημένη παρουσία των δυο στρατοπέδων και της «βίας που γεννάει βία». Το Ολοκαύτωμα των Εβραίων παίρνει τη θέση που του αξίζει, ο δωσιλογισμός (μιας άρχουσας τάξης και ενός κρατικού μηχανισμού) όχι.

Αν πάμε στις επόμενες δεκαετίες το φαινόμενο του μαζικού τουρισμού και των συνεπειών του στην κοινωνία έχει λεπτομερή παρουσίαση, αλλά η έκρηξη των Ιουλιανών μια γραμμή. Το αποκορύφωμα έρχεται στην εξέταση της περιόδου της δικτατορίας με την τηλεγραφική αναφορά: «η κατάληψη του Πολυτεχνείου τον Νοέμβριο του 1973 εξελίχτηκε σε μια γενικευμένη διαμαρτυρία στα όρια της εξέγερσης». Η χούντα κατέρρευσε από μια αλληλουχία γεγονότων που δεν μπαίνουν σε κανένα πλαίσιο και αυτό που ακολούθησε ήταν το «πανηγύρι της δημοκρατίας» στην μεταπολίτευση.

Το πρόβλημα βρίσκεται σε μια μέθοδο που στο όνομα της απόρριψης του ντετερμινισμού στην ιστορική έρευνα ξεφορτώνεται έννοιες όπως καπιταλισμός, ιμπεριαλισμός, κοινωνικές τάξεις. Υπάρχουν υποκείμενα, αλλά όχι εργατική τάξη που κάνει ιστορία «σε συνθήκες που δεν επιλέγει» -για να θυμηθούμε τον Μαρξ στην 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη. Υπάρχουν ελίτ αλλά όχι άρχουσα τάξη ενός καπιταλισμού που διαμορφώθηκε σε συγκεκριμένες συνθήκες, πράγματι σε «μεταβολισμό» με το παγκόσμιο σύστημα, τους ανταγωνισμούς και τις κρίσεις του.

Μια τέτοια αντιμετώπιση ταιριάζει στις πολιτικές επιλογές του ίδιου του Α. Λιάκου. Τα αγαθά της συμμετοχής στην «ευρωπαϊκή ενοποίηση» υπερτονίζονται και η αναφορά στον «εκσυγχρονισμό» του Σημίτη και του ρεύματος της σοσιαλδημοκρατίας που εντασσόταν (ο «τρίτος δρόμος» των Μπλερ-Σρέντερ) αγγίζουν τα όρια του διθυράμβου. Όταν όμως, ο νεοφιλελευθερισμός μπαίνει σε εισαγωγικά περίπου σαν μπαμπούλας που χρησιμοποιούσε ο λόγος του «λαϊκισμού», τότε γεγονότα όπως η εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008 εξηγούνται με κλισέ όπως η «κατάρρευση του κέντρου των πόλεων» και δεν συνδέονται ούτε με το πριν ούτε με το μετά.

Πράγματι χρειαζόμαστε μια ιστορία που θα ξεφεύγει από τις συμπληγάδες τόσο των εθνικών μύθων όσο και των αναλύσεων που αναζητούν τις «παραδοξότητες» που έφερε μια υποτιθέμενη απόκλιση από το «ευρωπαϊκό» ιδεώδες. Όμως, τέτοιες απόπειρες μπορεί να τις γονιμοποιήσει η κληρονομιά του μαρξισμού και η εμπλοκή στην ταξική πάλη από την πλευρά της δικιάς μας τάξης.

2020 "Ο ελληνικός 20ός αιώνας"