"10+1 Μύθοι για το Κυπριακό"

10+1 Μύθοι για το Κυπριακό
Νικόλας Κυριακού

Τιμή 9 ευρώ, 100 σελίδες
Εκδόσεις Ψηφίδες

Bιβλιοκριτική: Κώστας Πίττας
Σοσιαλισμός από τα Κάτω Νο140, Μάης-Ιούνης 2020

Αν πίστευε κανείς ότι μέσα στην κρίση της πανδημίας, ζητήματα όπως το Κυπριακό και οι εθνικιστικοί ανταγωνισμοί θα έμπαιναν σε δεύτερη μοίρα, σίγουρα θα έπεφτε έξω. Φρόντισε να το επιβεβαιώσει ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, ο Αναστασιάδης, που έτρεξε να επικαλεστεί τον «κίνδυνο εισβολής του κορονοϊού» για να κλείσει πάνω από τις μισές διόδους επικοινωνίας με το βόρειο τμήμα του νησιού στέλνοντας την αστυνομία να εμποδίσει τους διαδηλωτές που διαμαρτύρονταν.

Το ότι τον κορονοϊό θα τον έφερναν οι τουρκοκύπριοι στο νότο αποδείχθηκε ότι ήταν προφανώς ένας γελοίος εθνικιστικός μύθος, αντίστοιχος με το ρατσιστικό μύθο που επικαλέστηκε ο Μητσοτάκης για τους πρόσφυγες στα νησιά και τον Έβρο στην αρχή της κρίσης. Όμως δεν είναι ούτε ο πρώτος, ούτε ο μόνος. Στην πραγματικότητα, τόσο η ελληνοκυπριακή όσο και η ελληνική άρχουσα τάξη, πάντα κατέφευγαν και καταφεύγουν σε τέτοιους μύθους χρησιμοποιώντας τους ως προκάλυμμα για να δικαιολογήσουν τις πολιτικές τους στους ανταγωνισμούς με την Τουρκία και τους Τουρκοκύπριους. Αυτό ακριβώς είναι το περιεχόμενο του βιβλίου του Νικόλα Γρηγορίου 10+1 Μύθοι για το Κυπριακό που κυκλοφόρησε το Δεκέμβρη του 2019.

Ο συγγραφέας, όπως επισημαίνεται στο εισαγωγικό σημείωμα της έκδοσης, χρησιμοποιεί «δικαϊκά και τεχνοκρατικά εργαλεία. Εργαλεία, δηλαδή, με τα οποία αντιμετωπίζεται το Κυπριακό στους διάφορους θεσμούς και fora, εκεί όπου επιδιώκεται η λύση του». Αυτό κάνει το βιβλίο ιδιαίτερα ενδιαφέρον, αφού ο Ν. Κυριακού υπό την ιδιότητά του ως νομικού συμμετείχε στην ελληνοκυπριακή ομάδα στήριξης στις διαπραγματεύσεις που έγιναν στο Μοντ Πελεράν, στη Γενεύη και στο Κραν Μοντανά. Θα λέγαμε, δηλαδή, ότι ασκεί μια κριτική έχοντας την εμπειρία από πρώτο χέρι και ‘από τα μέσα’, που αποδομεί την πλειοψηφία των επίσημων διαπραγματευτικών θέσεων της ελληνοκυπριακής ηγεσίας.

Για παράδειγμα, το βιβλίο ξεκινά απορρίπτοντας το μύθο ότι “το Κυπριακό είναι πρόβλημα εισβολής και κατοχής”. Αναδεικνύει την προϋπάρχουσα καταπίεση σε βάρος των τουρκοκυπρίων από την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας το 1959 και υποστηρίζει ότι το να τοποθετείται η αφετηρία του προβλήματος τον Ιούλη του 1974 «προϋποθέτει την ηθελημένη τυφλότητα έναντι της σύγχρονης πολιτικής ιστορίας της Κύπρου […] Η περίοδος ανάμεσα στο 1964 και 1974 έχει καταγραφεί στη συλλογική συνείδηση της τουρκοκυπριακής κοινότητας ως περίοδος οικονομικής ένδειας, κοινωνικής οπισθοδρόμησης, πολιτικού εξευτελισμού και απειλής εναντίον της ίδιας της ύπαρξής της».

Με τον ίδιο τρόπο απορρίπτει και άλλα κλισέ που συνοδεύουν μονότονα τις ανακοινώσεις των ελληνικών και ελληνοκυπριακών κυβερνητικών παραγόντων και τους σχολιασμούς των ΜΜΕ για το Κυπριακό. Όπως το ότι “οι αγνοούμενοι της κυπριακής τραγωδίας είναι μόνο Έλληνες και Ελληνοκύπριοι” ή ότι “οι Τουρκοκύπριοι είναι φερέφωνα της Τουρκίας”. Τέτοιες απόψεις «εξυπηρετούν τη διατήρηση της καχυποψίας και της αντιπαλότητας και αναπαράγουν αφελώς(;) στερεότυπα» που εμποδίζουν τη δημιουργία κοινωνικών, πολιτιστικών και πολιτικών δεσμών ανάμεσα στις δυο κοινότητες. Αναφέρει, για παράδειγμα: «Όπως μπορεί να διαπιστωθεί η ύπαρξη αριστεράς, κέντρου, δεξιάς και ακροδεξιάς στην ελληνοκυπριακή κοινότητα, με τον ίδιο τρόπο οι ίδιοι πολιτικοί προσανατολισμοί ανιχνεύονται και στην τουρκοκυπριακή κοινότητα». Αυτό ισχύει και για τους διαβόητους ‘έποικους’: «Οι έποικοι δεν αποτελούν μονολιθικά το ίδιο πολιτικό και κοινωνικό σώμα. Όσοι εγκαταστάθηκαν στο νησί εκείνη την περίοδο [μετά το 1974] έχουν σήμερα παιδιά και εγγόνια με πολιτικούς και κοινωνικούς δεσμούς».

Ο συγγραφέας αποκαλύπτει την υποκρισία που κρύβεται ακόμα και πίσω από ένα αίτημα όπως το “όλοι οι πρόσφυγες στα σπίτια τους”, όταν ο τρόπος με τον οποίο τίθεται το λεγόμενο ‘περιουσιακό ζήτημα’ αφορά αποκλειστικά τους ελληνοκύπριους ιδιοκτήτες ακίνητης περιουσίας που βρίσκεται στη βόρεια Κύπρο.

Καθώς εξετάζει το μύθο ότι “το κλειδί της λύσης βρίσκεται στην Άγκυρα”, που χρησιμοποιεί η ελληνοκυπριακή ηγεσία για να αποδώσει τις ευθύνες για την κατάρρευση των όποιων διαπραγματεύσεων στην απέναντι πλευρά, ο Ν. Κυριακού κάνει την παρακάτω διαπίστωση: «Η ελληνοκυπριακή πολιτική ελίτ […] δεν επιθυμεί την αλλαγή της θεμελιώδους συνθήκης που έχει διαμορφωθεί από το 1964 σε πολιτικό, πολιτειακό και οικονομικό επίπεδο: νέμεται αποκλειστικά την κρατική λειτουργία και έχει διαμορφώσει όρους στεγανού ελέγχου της, έτσι που οποιαδήποτε αλλαγή θα αποτελούσε θανάσιμο πλήγμα, όχι μόνο στα συμφέροντά της, αλλά στον ίδιο το λόγο ύπαρξής της».

Φτάνοντας μέχρι τις πρόσφατες εξελίξεις, το βιβλίο αναφέρεται και στην υπόθεση των “περιφερειακών συνεργασιών”, με άλλα λόγια στους άξονες Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ-Αιγύπτου και τον αγωγό EastMed, με την παρατήρηση ότι, πέρα από τα όποια άλλα προβλήματα, δεν μπορούν να συνεισφέρουν στη λύση του Κυπριακού αφού εκ προοιμίου αποκλείουν την Τουρκία.

Η λύση, σύμφωνα με το συγγραφέα, είναι μια Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία που θα στηρίζεται «σε δικοινοτικές δομές και θεσμούς που θα αποκλείουν τον ανταγωνισμό και θα προωθούν τη συνεργασία». Οι 10+1 Μύθοι για το Κυπριακό ξετυλίγουν τις αντιφάσεις της ελληνοκυπριακής –και ελληνικής– πολιτικής και τις ευθύνες της ‘δικής μας’ πλευράς στη μη-διαμόρφωση συνθηκών για λύση. Ως τέτοιο, το βιβλίο κατά τη γνώμη μου είναι πολύ χρήσιμο γιατί ενισχύει την επιχειρηματολογία ενάντια στον ελληνοκυπριακό εθνικισμό από μια θεσμική, θα έλεγα, οπτική σκοπιά. Όπως αναφέρεται και στο εισαγωγικό σημείωμα: «Η προσέγγισή του δεν είναι αμιγώς πολιτική [και] σε ένα ευρύτερο πλαίσιο ανάλυσης θα μπορούσαν να τεθούν ζητήματα ιμπεριαλιστικών και καπιταλιστικών σχεδιασμών και γεωπολιτικής εν γένει».

Το ζήτημα, παρόλα αυτά, είναι ότι το Κυπριακό (και η λύση του) δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ξέχωρα από μια συνολική πολιτική ανάλυση των «ιμπεριαλιστικών και καπιταλιστικών» ανταγωνισμών. Η Κύπρος είναι ένα από το πεδία –το πιο τραγικό– της αντιδραστικής σύγκρουσης δυο τοπικών υποϊμπεριαλισμών, της Ελλάδας και της Τουρκίας. Στα πλαίσια αυτής της σύγκρουσης, που τροφοδοτεί και τροφοδοτείται από τους ευρύτερους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς, λειτουργεί και η ελληνοκυπριακή άρχουσα τάξη, όχι σαν κομπάρσος αλλά με τις δικές της διεκδικήσεις και το δικό της ξεχωριστό ρόλο.

Μετά την ήττα του 1974, η ελληνοκυπριακή αστική τάξη έχει αποδεχτεί –στους τύπους– αυτό που ονομάζει ‘οδυνηρό συμβιβασμό’, δηλαδή τη Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία σαν μορφή κρατικής οντότητας για το νέο κράτος που θα προκύψει μετά την υπογραφή συμφωνίας. Από πολύ νωρίς, όμως, άρχισε να σκέφτεται πώς θα το χρησιμοποιήσει και πάλι σαν ενδιάμεσο σταθμό για να επιβάλει ξανά την κυριαρχία της στους τουρκοκύπριους.

Οι μύθοι για το Κυπριακό έχουν στηθεί ακριβώς για να εξυπηρετήσουν μια τέτοια πολιτική. Όπως έγραφε από τη Λευκωσία ο Ντίνος Αγιομαμίτης στην Εργατική Αλληλεγγύη (20/11/2019) με αφορμή τη συνάντηση Αναστασιάδη - Ακιντζί στο Βερολίνο: «Η ελληνοκυπριακή αστική τάξη, στην ολότητά της, παρά τις όποιες διαφωνίες τακτικής και αν έχουν, ποτέ δεν αποδέχτηκαν ότι θα μοιραστούν την εξουσία και τους πόρους του νησιού με τους Tουρκοκύπριους. Αυτό ήταν μια πολιτική που ακολούθησε με συνέπεια η ελληνοκυπριακή ελίτ. Το ότι υπήρχαν παρόμοιες πολιτικές και στην άλλη πλευρά από την τούρκικη και τουρκοκυπριακή ελίτ δεν αναιρεί το γεγονός ότι η πρωτοβουλία των κινήσεων ανήκε στην ελληνοκυπριακή πλευρά […] Εκείνο που χρειαζόμαστε, είναι ένα δικοινοτικό κίνημα στηριγμένο στην αριστερά και τα συνδικάτα που να παλεύει για ειλικρινή επαναπροσέγγιση, αλληλεγγύη και συνεργασία των απλών ανθρώπων στις δυο πλευρές και στις γύρω χώρες».

Το βιβλίο του Ν. Κυριακού περιέχει πολλά στοιχεία που βοηθούν στην προσπάθεια για ‘ειλικρινή επαναπροσέγγιση’ του κόσμου από τα κάτω. Για να έχετε μια συνολική μαρξιστική ανάλυση για το θέμα διαβάστε το κείμενο του Πάνου Γκαργκάνα «Κυπριακό: Πρόβλημα εθνικό, διεθνές ή ταξικό;» που περιέχεται στο βιβλίο του Μαρξιστικού Βιβλιοπωλείου Ελλάδα-Τουρκία: η σύγκρουση των υποϊμπεριαλισμών.

2020 "10+1 Μύθοι για το Κυπριακό"