Η απαγορευμένη γλώσσα:Κρατική καταστολή των σλαβικών διαλέκτων στην ελληνική Μακεδονία

26,64 (με ΦΠΑ)

Συγγραφέας: Τάσος Κωστόπουλος
Εκδόσεις: Βιβλιόραμα, 2008
Σελίδες: 405
ISBN: 978-960-8087-73-6

  • Προϊόν Συγγραφέας: Κωστόπουλος Τάσος
  • Προϊόν Εκδότης: Βιβλιόραμα

Κατηγορία: .
Συγγραφέας: .

Περιγραφή

Περίπου ένας στους τρεις κατοίκους της ελληνικής Μακεδονίας είχε το 1912 ως μητρική του γλώσσα τα σλαβομακεδονικά. Το 1965, υπηρεσιακές εκθέσεις εκτιμούσαν σε 130-150.000 τους σλαβόφωνους κατοίκους τριών μονάχα νομών (Φλώρινας, Καστοριάς και Πέλλας). Στις αρχές του 21ου αιώνα, τα "ντόπικα" εξακολουθούν να μιλιούνται σε μεγάλο μέρος της Βόρειας Ελλάδας.

Η εξάλειψη αυτής της σλαβογλωσσίας θεωρήθηκε ευθύς εξαρχής -και παρέμεινε ως τις μέρες μας- ο μείζων "εθνικός στόχος" στην περιοχή. Για την επίτευξή του στρατεύτηκε όλος ο κρατικός μηχανισμός, από την κορυφή της διοικητικής ιεραρχίας μέχρι τον απλό χωροφύλακα ή δάσκαλο. Αντίθετα απ' ό,τι ισχυρίζεται η κυρίαρχη ιστοριογραφία, η περίοδος της μεταξικής δικτατορίας δεν αποτέλεσε τη μοναδική εποχή δίωξης του "τρισκατάρατου ξενικού ιδιώματος", αλλά την κορύφωση μιας πολιτικής που κράτησε δεκαετίες.

"Η απαγορευμένη γλώσσα" παρακολουθεί αυτή την πολιτική καταστολής, τρομοκράτησης, χλευασμού και "εθνικής" κινδυνολογίας στη διαχρονική της εξέλιξη, από τις αρχές του 20ου αιώνα έως σήμερα. Για την συγγραφή της χρησιμοποιήθηκε ένας μεγάλος αριθμός από αδημοσίευτα ντοκουμέντα, πολλά από τα οποία έρχονται στο φως για πρώτη φορά.

Επιπρόσθετες Πληροφορίες

Συγγραφέας

Εκδότης

Βιβλιοκριτική

Κώστας Πίττας, Kι όμως υπάρχει, Περιοδικό "Σοσιαλισμός από τα Κάτω", τχ. 70, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2008

Τιμή 26,64 ευρώ, 405 σελίδες, Εκδόσεις Bιβλιόραμα

«Περίπου ένας στους τρεις κατοίκους της ελληνικής Μακεδονίας είχε το 1912 ως μητρική του γλώσσα τα σλαβομακεδονικά. Το 1965, υπηρεσιακές εκθέσεις εκτιμούσαν σε 130-150.000 τους σλαβόφωνους κατοίκους τριών μονάχα νομών (Φλώρινας, Καστοριάς και Πέλλας). Στις αρχές του 21ου αιώνα, τα ‘ντόπικα’ εξακολουθούν να μιλιούνται σε μεγάλο μέρος της βόρειας Ελλαδας».

Ένα δυνατό χαστούκι στις διακηρύξεις του Καραμανλή και της Μπακογιάννη περί «ανυπαρξίας μειονοτικού ζητήματος στη Μακεδονία» είναι το βιβλίο του Τάσου Κωστόπουλου «Η απαγορευμένη γλώσσα – Κρατική καταστολή των σλαβικών διαλέκτων στην ελληνική Μακεδονία», που επανεκδόθηκε πρόσφατα (πρώτη έκδοση το 2000). Σε 400 σελίδες γεμάτες αποκαλυπτικά στοιχεία, αδημοσίευτα ντοκουμέντα και ιστορικά τεκμηριωμένα επιχειρήματα, ο Κωστόπουλος, χρησιμοποιώντας σαν κέντρο της μελέτης του το ζήτημα της σλαβομακεδονικής γλώσσας και της καταστολής της, καταρρίπτει όλους τους εθνικιστικούς μύθους του ελληνικού κράτους από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα.

Διαβάζοντας κανείς την Απαγορευμένη Γλώσσα καταλαβαίνει γιατί «η εξάλειψη της σλαβογλωσσίας θεωρήθηκε ευθύς εξαρχής – και παραμένει ως τις μέρες μας – ο μείζων ‘εθνικός στόχος’ στην περιοχή. Για την επίτευξή του στρατεύθηκε όλος ο κρατικός μηχανισμός – από την κορυφή της διοικητικής ιεραρχίας, μέχρι τον χωροφύλακα ή τον δάσκαλο».

Αυτό που διακρίνεται καθαρά είναι το γεγονός ότι για το ελληνικό κράτος το κριτήριο αντιμετώπισης της σλαβομακεδονικής γλώσσας και της μακεδονικής μειονότητας, ήταν πάντα και εξακολουθεί να είναι οι επιδιώξεις – διπλωματικές και πολεμικές – της ελληνικής άρχουσας τάξης στο χώρο των Βαλκανίων. Σε μια μεγάλης έκτασης αναδρομή, ο Κωστόπουλος χωρίζει τα κεφάλαια του βιβλίου ανάλογα με αυτές τις επιδιώξεις σε κάθε ιστορική περίοδο μετά τα τέλη του 19ου αιώνα.

Από τις αρχές του 20ου αιώνα μέχρι τη δεκαετία του 1920, το ελληνικό κράτος επιχειρεί μια εκστρατεία εξάλειψης του «τρισκατάρατου ξενικού ιδιώματος» - επί Οθωμανικής Aυτοκρατορίας με τις παραστρατιωτικές συμμορίες των ‘Μακεδονομάχων’ και μετά την ελληνική κατάληψη της Μακεδονίας με τον ίδιο τον κρατικό μηχανισμό. Όπως περιγράφει ο δεσπότης Καστοριάς, μετά την ήττα της μακεδονικής επανάστασης του Ίλιντεν το 1903 «επωφελήθηκα της οργής των Τούρκων, μπήκα μέσα στο [σλαβομακεδονικό] γυμνάσιο και σκόρπισα ό,τι βρήκα». Και συνεχίζει ένας ‘βοηθός’ του: «Μάσαμε όλα τα βιβλία, πλην ένα που ήτο ελληνικόν, στήσαμε δυο φωτιές εις την εκκλησία και τα κάψαμεν». Τα επόμενα χρόνια η τρομοκρατία έφτασε στο σημείο να αρπάζονται παιδιά από σλαβομακεδονικές οικογένειες (όπως σε μια επιδρομή στα Κουφάλια) και να στέλνονται «εις το Εθνικόν Οικοτροφείον των Αθηνών». Τέτοιες μεθοδεύσεις συνεχίστηκαν και κλιμακώθηκαν μετά τους Βαλκανικούς και τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Έτσι, σύμφωνα με τον Κωστόπουλο, το ίδιο το ελληνικό κράτος, παρά τις σημερινές υποκρισίες, θεώρησε από την αρχή ταυτόσημη τη μακεδονική μειονότητα και τη σλαβομακεδονική γλώσσα.. «Οι όροι του προβλήματος έχουν λοιπόν σαφώς διαγραφεί: μετά την ενσωμάτωση της γενέτειράς του στο ελληνικό κράτος, ο σλαβόφωνος Μακεδόνας επαναπροσδιορίζεται εθνοτικά στη βάση της γλωσσικής του διαφοροποίησης από τον κυρίαρχο, που δεν είναι πια ο μουσουλμάνος ‘Τούρκος’, αλλά ο ελληνόφωνος παλαιοελλαδίτης εκπρόσωπος των αρχών».

Το πόσο εξαρτημένη είναι η αντιμετώπιση της μειονότητας από τις εκάστοτε επιδιώξεις των συμφερόντων της ελληνικής άρχουσας τάξης, φαίνεται στην περίοδο «ήπιας» αφομοίωσης που ακολούθησε στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1920. Οι ανταγωνισμοί με την Βουλγαρία και τη Σερβία, αλλά και η προσπάθεια να καταξιωθεί σαν το αγαπημένο παιδί των Μεγάλων Δυνάμεων στα Βαλκάνια, οδήγησαν το ελληνικό κράτος μέχρι του σημείου να αποφασίσει την ίδρυση μειονοτικών σχολείων και να εκδώσει αλφαβητάρι της «ανύπαρκτης» μακεδονικής γλώσσας το 1925 (το Abecedar), το οποίο σύμφωνα με τον διπλωματικό συντάκτη της εφημερίδας ‘Ελεύθερο Βήμα’ (το σημερινό ΒΗΜΑ) «πρόκειται περί έργου που συγκεντρώνει επιστημονική αρτιότητα». Φυσικά, η πολιτική «ήπιας» αφομοίωσης κράτησε όσο και οι συγκεκριμένες επιδιώξεις της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Τα ελάχιστα μειονοτικά σχολεία και το Abecedar καταργήθηκαν μόλις λίγους μήνες αργότερα. Σε αυτό βοήθησε και η οργανωμένη (και στηριζόμενη υπογείως) από το κράτος φασιστική τρομοκρατία, αρχικά της οργάνωσης Ελληνική Μακεδονική Πυγμή και μετέπειτα της διαβόητης ΕΕΕ. Ακόμα και στις αρχές της δεκαετίας του 1930, όμως, ο Βενιζέλος δεν μπορούσε να κρύψει ότι «υπάρχει βέβαια και μειοψηφία εκ των σλαβοφώνων μη έχουσα ελληνική συνείδησην».

Η δεκαετία του 1930 ξεκίνησε με μια ενορχηστρωμένη πολιτιστική επίθεση στη μειονότητα με αναγκαστική ελληνοποίηση όλων των σλαβικών ονομάτων και επιθέτων, ονόματα χωριών και πόλεων, άτυπες απαγορεύσεις για τη χρήσης της γλώσσας της σε δημόσιους χώρους, τιμωρίες μαθητών της μειονότητας στο σχολείο, μετακίνηση των (ελάχιστων) σλαβομακεδόνων δημόσιων υπάλληλων σε περιοχές της νότιας Ελλάδας, κι όλα αυτά πάντα με τη στήριξη των φασιστικών οργανώσεων. Όμως, ταυτόχρονα, τη δεκαετία του ’30 ένα μεγάλο κομμάτι της μειονότητας αρχίζει να στρέφεται προς το ΚΚΕ που αρχίζει να στήνει τις πρώτες κομματικές οργανώσεις σλαβομακεδόνων και να εκδίδει έντυπα στη γλώσσα τους. Ίσως ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα κομμάτια του βιβλίου είναι οι πολλές αναφορές από τον Ριζοσπάστη εκείνης της περιόδου σχετικά με τη δράση του Κόμματος στην (ανύπαρκτη, σύμφωνα ακόμα και με την Παπαρήγα και τον Αλαβάνο σήμερα) μειονότητα. Αυτές οι οργανώσεις θα αποτελέσουν τη βάση για την Αντίσταση στη δυτική Μακεδονία στη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής.

Την «άτυπη» τρομοκρατία των αρχών του ’30, συστηματοποίησε η δικτατορία του Μεταξά. Μετά το 1936, τους σλαβομακεδόνες που τολμούσαν να μιλήσουν τη γλώσσα τους ακόμα και μέσα στο σπίτι τους, τους περίμεναν συλλήψεις, πρόστιμα, απολύσεις, φυλακίσεις, βασανιστήρια, ρετσινόλαδο «για να βγουν τα βουλγαρικά δηλητήρια από τα σωθικά τους», εξορίες σε ξερονήσια του Αιγαίου.

Η μοναδική φορά που «η γλώσσα της μειονότητας ήταν πραγματικά ελεύθερη» ήταν η περίοδος της Αντίστασης. Με πρωτοβουλία των σλαβομακεδονικών οργανώσεων στα πλαίσια του ΕΑΜ ξεκινά στις απελευθερωμένες από τους ναζί περιοχές της Μακεδονίας η λειτουργία μειονοτικών σχολείων. Σύμφωνα με μια από τις πολλές μαρτυρίες «άρχισαν να μιλάνε ελεύθερα τη γλώσσα τους στις συνελεύσεις τους, να τραγουδάνε τα τραγούδια τους, να καλλιεργούν τα ήθη και τα έθιμά τους». Η ήττα της Αντίστασης και του Δημοκρατικού Στρατού στο τέλος της δεκαετίας του ’40, σήμανε το τέλος αυτής της σύντομης άνοιξης. Στα πλαίσια μιας πραγματικής εθνοκάθαρσης από τη μεριά του ελληνικού κράτους με τη στρατιωτική και πολιτική στήριξη των Αμερικάνων, δεκάδες χιλιάδες σλαβομακεδόνες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα. «Η Ελλάδα», διαπιστώνει πανηγυρικά ο εμπειρογνώμονας του υπ. Εξωτερικών, Ευάγγελος Κωφός, «απαλλάχθηκε έτσι από ξενοσυνείδητη μειονότητα, που απειλούσε ενεργά την εθνική ασφάλεια». Παρόλα αυτά, η απογραφή του 1951, αλλά και επίσημα στοιχεία το 1965, ανεβάζουν τον αριθμό των ομιλούντων την ‘σλαβική διάλεκτο’ στη Μακεδονία από 40-150.000!

Το τελευταίο τμήμα του βιβλίου αναφέρεται στην περίοδο της Μεταπολίτευσης και στην εθνικιστική εκστρατεία για «το όνομα της Μακεδονίας» τη δεκαετία του 1990. Μολονότι έχει σαν κέντρο τις διεργασίες μέσα στους κόλπους της ίδιας της μειονότητας και τη συνεχιζόμενη καταστολή κάτω από το πρόσχημα της «ανυπαρξίας» της, περιέχει πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία για την επίσημη ή ανεπίσημη πολιτική του ελληνικού κράτους, των πολιτικών κομμάτων καθώς και για την αντίσταση στο εθνικιστικό παραλήρημα (διώξεις αριστερών αγωνιστών, όπως των 5 της ΟΣΕ για τη συγγραφή του βιβλίου «Το Μακεδονικό, η κρίση στα Βαλκάνια και η εργατική τάξη»). Ίσως, ένα από τα μειονεκτήματα αυτής της κατά τα άλλα πολύ καλής δουλειάς του Κωστόπουλου, είναι ότι ενώ αφιερώνει πολλές σελίδες για να δείξει ότι τα κόμματα της κοινοβουλευτικής αριστεράς ελάχιστα διαφοροποιήθηκαν από τις επίσημες πολιτικές εκείνης της περιόδου, δίνει πολύ λίγο χώρο για να περιγράψει την διεθνιστική δράση της επαναστατικής αριστεράς μέσα στο ‘ελληνικό’ εργατικό κίνημα, μια δράση που έπαιξε τόσο καταλυτικό ρόλο στο να σπάσει το κλίμα του εθνικισμού την περίοδο του Μητσοτάκη.

Το βιβλίο του Κωστόπουλου κεντράρει στο ζήτημα της «απαγορευμένης γλώσσας». Όμως, μέσα από αυτή την αναδρομή ξετυλίγεται η πραγματική ιστορία της μακεδονική μειονότητας. Διαβάστε το για να πλουτίσετε τα επιχειρήματά σας ενάντια στις ψευτιές, τη χυδαία υποκρισία και τους εκβιασμούς που επιστρατεύει και σήμερα το ελληνικό κράτος για να «δικαιολογήσει» την ιμπεριαλιστική πολιτική του στα Βαλκάνια.

∫ÒÛÙ·˜ ¶›Ù­Ù·˜

Το μυθιστόρημα του Νάννι Μπαλεστρίνι περιγράφει με γλαφυρό τρόπο την περίοδο του Kαυτού Φθινοπώρου του ‘69 στην Ιταλία και το ρόλο που έπαιξε η νέα εργατική τάξη σε εκείνο το κίνημα. Το βιβλίο περιγράφει μέσα από τη ζωή ενός εργάτη από το Νότο, το ρόλο που έπαιξε η νέα εργατική τάξη στο μεγάλο κίνημα των καταλήψεων των εργοστασίων και κυρίως στην κατάληψη στο εργοστάσιο της Φίατ στο Τορίνο.

Το μυθιστόρημα αγγίζει τα όρια της μαρτυρίας. Ο ίδιος ο συγγραφέας ήταν ένας από τους πρωταγωνιστές εκείνης της περιόδου, ενταγμένος στην Οργάνωση «Εργατική Εξουσία» και αργότερα έγινε ηγετικό στέλεχος της Αυτονομίας.

Τη δεκαετία του ‘60 στην Ιταλία με το οικονομικό θαύμα εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες από το Νότο πήγαν στο βιομηχανικό Βορρά και μπήκαν μαζικά στα εργοστάσια. Δεν είχαν ούτε επαγγελματική κατάρτιση ούτε κάποια συγκεκριμένη ιδεολογία. Ηταν δύσπιστοι απέναντι στο συνδικάτο αλλά με μεγάλη διάθεση για αγώνα. Αυτό το κομμάτι έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο σε εκείνη την έκρηξη, κόντρα στο φρένο που έβαζε η συνδικαλιστική ηγεσία και το ΚΚ Ιταλίας.

Ο ήρωας του μυθιστορήματος είναι ένας από αυτούς που μετανάστευσαν στο βορρά σπρωγμένος από την ανεργία και τη φτώχεια. Βρέθηκε αρχικά στο Μιλάνο και μετά στο Τορίνο με μοναδική του επιθυμία να ζήσει καλύτερα, να αγοράσει αυτοκίνητο, σπίτι, πλυντήριο. Βρέθηκε σε ένα περιβάλλον όπου το χρήμα κυκλοφορούσε αλλά για να το αποχτήσεις έπρεπε να δουλεύεις σα σκυλί. Εκεί άρχισε να συνειδητοποιεί πώς δουλεύει το σύστημα και πως ο μόνος τρόπος να ζήσει καλύτερα είναι μέσα από την οργάνωσή των αγώνων με στόχο την ανατροπή του.

Οι περιγραφές για τις συνθήκες δουλειάς στη Φίατ όπου θεωριόταν μεγάλο «προνόμιο» να δουλεύει κανείς, ανατριχιάζουν. Οι προσλήψεις γίνονταν ύστερα από αυστηρές ιατρικές εξετάσεις. Ο καθένας έμπαινε στην γραμμή παραγωγής. Ο κάθε ανειδίκευτος εργάτης έπρεπε να γίνει ο κρίκος της αλυσίδας, να βιδώνει μπουλόνια «με κινήσεις πιο γρήγορες από τους χτύπους της καρδιάς».

Αυτός ο κόσμος που δεν είχε καμία σχέση με την πολιτική άρχισε να συνειδητοποιεί τι σημαίνει εκμετάλλευση. «Εβλεπα τους φοιτητές, μπροστά στα κάγκελα του εργοστασίου που μοίραζαν προκηρύξεις. Μου φαινόταν παράξενη αυτή η ιστορία. Μα πώς είναι δυνατόν; Σκεφτόμουνα. Αυτοί οι τύποι έχουν τόσο ελεύθερο χρόνο που μπορούν να κάνουν ότι θέλουν. Κι έρχονται εδώ μπροστά στο εργοστάσιο, που είναι το πιο σιχαμερό πράγμα στον κόσμο».

Οι οργανώσεις της επαναστατικής αριστεράς της εποχής, ήταν κυρίως φοιτητικές που παρά τα προβλήματά τους είχαν καθαρό ότι έπρεπε να συνδεθούν με αυτό το κομμάτι της εργατικής τάξης και έτσι κατάφεραν να μεγαλώσουν. Σε αντίθεση με το ΚΚ Ιταλίας που υποτιμούσε αυτόν τον κόσμο, καλώντας να μην είναι βιαστικός και να περιμένει τις επίσημες διαπραγματεύσεις της συνδικαλιστικής ηγεσίας με τα αφεντικά. Οργάνωναν συσκέψεις σε καφενεία που καλούσαν τους εργαζόμενους της Φίατ που έπαιρναν τις προκηρύξεις τους. Η σύνδεση των φοιτητών με τους εργαζόμενους δεν άργησε να ‘ρθεί. Η εμπειρία της οργάνωσης μαζί με τη διάθεση της νέας εργατικής τάξης να παλέψει για αυξήσεις σε όλες τις βαθμίδες και κατάργηση της ιεραρχίας μέσα στο εργοστάσιο, μετατράπηκαν σε μία απεργία και κατάληψη που κράτησε για 5 εβδομάδες. Ισως το πιο δυνατό σημείο του βιβλίου είναι η εργατική συνέλευση μέσα στο κατειλημμένο εργοστάσιο και οι τοποθετήσεις των εργαζομένων που πρότειναν συνέχιση βάζοντας στο στόχαστρο όχι μόνο τον Ανιέλι αλλά το κράτος και τον καπιταλισμό.

Ο ήρωας του βιβλίου είναι ένας από αυτούς που οργάνωσαν την πρώτη απεργία στο εργοστάσιο της Φίατ. Σε όλο το βιβλίο περιγράφει με πολύ απλό και γνήσιο τρόπο πώς και γιατί αποφάσισε να μπει σε αυτό το κίνημα και να το καθορίσει.

«...Οτι και να θες, αν θες ν’ αγοράσεις ένα αυτοκίνητο ή ένα ρούχο, θα πρέπει να δουλέψεις περισσότερο, θα πρέπει να κάνεις υπερωρίες. Δε μπορείς να πιεις ένα καφέ, να πας σινεμά. Σ’ ένα σύστημα, σ’ έναν κόσμο που δεν έχει άλλο σκοπό από το να σε σπρώχνει στη δουλειά και να παράγει εμπορεύματα. Ο,τι κι αν επιθυμείς μέσα σ’ αυτό το σύστημα, πρέπει πάντα να πληρώνεις. Και πάνω απ’ όλα αυτά πρέπει να πληρώνεις με την ίδια σου τη ζωή. Το είχα καταλάβει αυτό. Γι’ αυτό και ο μοναδικός τρόπος για να τ’ αποκτήσω όλα για να ικανοποιήσω τις ανάγκες και τις επιθυμίες μου δίχως να καταστρέψω τον εαυτό μου, ήταν να καταστρέψω αυτό το σύστημα των αφεντικών έτσι όπως λειτουργεί. Και πάνω απ’ όλα να το καταστρέψω εδώ στη Φίατ, σ’ αυτό το τεράστιο εργοστάσιο, με όλους αυτούς τους εργάτες. Γιατί αυτό είναι το αδύνατο σημείο του κεφαλαίου. Γιατί όταν σταματήσει η Φίατ, όλοι αυτοί θα μπουν υποχρεωτικά σε κρίση, όλα θα τιναχτούν στον αέρα».

Το «Τα θέλουμε όλα» περιγράφει με πολύ απλό και άμεσο τρόπο πώς οι εργάτες γίνονται επαναστάτες, πώς μέσα σε συνθήκες ριζοσπαστικοποίησης μέσα στους οργανωμένους εργατικούς χώρους μία σπίθα μπορεί κυριολεκτικά να γίνει πυρκαγιά.

K·ÙÂÚ›Ó· £ˆ›­‰Ô˘

Δύο νέες εκδόσεις επιχειρούν μια συνοπτική αλλά και συνολική προσέγγιση των ιστορικών εξελίξεων στα Βαλκάνια μακριά από τους μύθους των εθνικιστών ιστορικών. Πρόκειται για το δίτομο βιβλίο «Ιστορία των Βαλκανίων 18ος,19ος (α΄τόμος) και 20ος αιώνας(β΄τόμος)» της Μπάρμπαρα Τζέλαβιτς, που εκδόθηκε στα ελληνικά το 2006 από το ΠΟΛΥΤΡΟΠΟ και καλύπτει τις εξελίξεις μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980. Το άλλο βιβλίο, που κυκλοφόρησε το 1957 και εκδόθηκε στα ελληνικά το 2007, είναι του Λευτέρη Σ. Σταυριανού, «Βαλκάνια, από το 1453 και μετά», από τις εκδόσεις ΒΑΝΙΑ και κλείνει στην περίοδο των αρχών της δεκαετίας του 1950.

Οι συγγραφείς αναλύουν και μας δίνουν ανάγλυφα την πορεία της δημιουργίας των νέων κρατών στα Βαλκάνια πάνω στα ερείπια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μέχρι τον Β’΄Παγκόσμιο Πόλεμο. Εξετάζουν πώς οι νέες χώρες, κύρια η Ελλάδα, η Σερβία και η Βουλγαρία συγκρούστηκαν λυσσαλέα για τον έλεγχο της Μακεδονίας αλλά και για μια ηγεμονική θέση στην περιοχή στο πλευρό των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Προσεγγίζουν τα Βαλκάνια ως μέρος της παγκόσμιας οικονομίας όπου οι ανταγωνισμοί των Μεγάλων Δυνάμεων έβαλαν την σφραγίδα τους στις ζωές των εκατομμυρίων κατοίκων (κύρια αγροτών) που ζούσαν κάτω από την κυριαρχία της Οθωμανικής Aυτοκρατορίας και από το 1699 των Αψβούργων με την ανακοπή της επέκτασης της στην Δύση.

Το λεγόμενο «Ανατολικό Ζήτημα», δηλαδή το μέλλον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας άνοιξε με τις Μεγάλες Δυνάμεις, χωρίς κοινό σχέδιο λύσης. Η Ρωσία της Μ. Αικατερίνης πρόβαλε το Ελληνικό Σχέδιο στα τέλη του 18ου αι. που θα αναβίωνε μια «Ελληνική Aυτοκρατορία» στα όρια της Βυζαντινής και κάτω από την ηγεμονία του Τσάρου. Αντίστροφα, η Αυστροουγγαρία ήταν υπέρ του στάτους κβο και κατά της διάλυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, την ώρα που Ρουμάνοι, Κροάτες, Σλοβένοι και Αλβανοί βρίσκονταν υπό την κυριαρχία της. Το κουβάρι των ανταγωνισμών και των ισορροπιών για την λύση του Ανατολικού Ζητήματος θα κάνει πιο πολύπλοκο, η εμφάνιση της Ιταλίας και της Γερμανίας στον 19ο αι.

Πάνω σε αυτό το τρομακτικό πεδίο ανταγωνισμών με συνεχόμενους πολέμους (Ναπολεόντειοι, Κριμαϊκός, Ρωσοτουρκικός 1876) και με κορύφωση τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι λαοί των Βαλκανίων οδηγούνται στις εθνικές επαναστάσεις. Οι Σέρβοι το 1804 και το 1815, όπου κερδίζουν αυτονομία, και οι Έλληνες το 1821 που πετυχαίνουν ανεξαρτησία, με εγγυήτριες δυνάμεις την Αγγλία, τη Γαλλία και τη Ρωσία. Οι Ρουμάνοι αποκτούν αυτονομία το 1858, με την ήττα των Ρώσων στην Κριμαία. Οι Βούλγαροι πήραν το δικό τους κράτος, με τη Συνθήκη του Αγ. Στεφάνου το 1878 (Μεγάλη Βουλγαρία με πρόσβαση στο Αιγαίο, στη Μακεδονία και στη Θράκη) και τελικά στη Συνθήκη του Βερολίνου η Βουλγαρία βρέθηκε διαιρεμένη σε τρεις περιοχές. Η Βοσνία-Ερζεγοβίνη, η Σλοβενία και η Κροατία παρέμειναν στον έλεγχο των Αψβούργων και το Μαυροβούνιο στον έλεγχο των Οθωμανών. Η Αλβανία γίνεται ανεξάρτητη μετά τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η Τζέλαβιτς δίνει την εξήγησή της για αυτή την μακρόχρονη διαδικασία. Οι Έλληνες είχαν κερδίσει «βάσεις» μέσα στην Oθωμανική Aυτοκρατορία, προνόμια εκκλησιαστικά και εμπορικά που δεν διέθεταν άλλοι λαοί. Αντίθετα, οι Βούλγαροι ήταν γεωγραφικά δίπλα στην πρωτεύουσα Κωνσταντινούπολη και οι Αλβανοί, με μεγάλο κομμάτι να λειτουργεί άρρηκτα δεμένο με τους Οθωμανικούς θεσμούς.

Οι συγγραφείς υπογραμμίζουν, ότι η δημιουργία των βαλκανικών εθνικισμών είχε τα δικά της χαρακτηριστικά. Η Τζέλαβιτς αναφέρει: «ενώ η κοινή γλώσσα θεωρούνταν ο καθοριστικός παράγοντας με τον οποίο οι λαοί θα έπρεπε να σχηματίζουν κράτη, η ιστορία τους λαμβάνονταν ως κυριότερος παράγοντας για την απόφαση σχετικά με την επικράτεια που θα καταλάμβαναν… Από τη στιγμή που τα ιστορικά σύνορα αποτέλεσαν δικαιολογία για εθνικές αξιώσεις, οι έντονες διαμάχες ήταν αναπόφευκτες.» Ενώ ο Σταυριανός τονίζει, ότι η αναζήτηση «ένδοξου παρελθόντος» ήταν συστατικό στοιχείο της γέννησης των νεαρών εθνικών κρατών στα Βαλκάνια μετά από τέσσερις αιώνες οθωμανικής κυριαρχίας. Σέρβοι και Βούλγαροι είχαν να ανατρέξουν σε προηγούμενες ένδοξες περιόδους, όπως οι μεσαιωνικές τους αυτοκρατορίες, οι Έλληνες στην Αρχαία Ελλάδα και το Βυζάντιο, οι Αλβανοί στους Ιλλυριούς, οι Ρουμάνοι στους Ρωμαίους.

Ο ανταγωνισμός για το μοίρασμα της Μακεδονίας έφερε τα Βαλκανικά κράτη σε πλήρη σύγκρουση. Όπως λέει ο Σταυριανός ήταν μια περιοχή εθνολογικά ανάμεικτη, με αγρότες που κύρια αυτοπροσδιορίζονταν ως Μακεδόνες. Η Συνθήκη του Βερολίνου 1878 άφησε ανικανοποίητα τα νέα βαλκανικά κράτη με την Μακεδονία να έχει μετατραπεί σε μήλον της έριδος ανάμεσα σε Ελλάδα, Σερβία και Βουλγαρία.

«Οι Μακεδόνες υπόκειντο σε μια αδιαμφισβήτητη διαδικασία ελληνοποίησης» αναφέρει ο Σταυριανός με τα ελληνικά σχολεία που ίδρυε το Πατριαρχείο ενώ οι Βούλγαροι με την Εξαρχία αμφισβητούν αποφασιστικά την πρωτοκαθεδρία των ελλήνων. Οι Σέρβοι επικεντρώνουν με τα σχολεία τους στην περιοχή του Κοσόβου. Αργότερα, θα συγκροτηθούν «εθνικές εταιρίες» που συστηματοποιούν αυτές τις εξορμήσεις. Οι Μακεδόνες μέσω της Εσωτερικής Μακεδονικής Επαναστατικής Οργάνωσης εξεγείρονται το 1903, καταστέλλονται άγρια αλλά το Μακεδονικό Ζήτημα αναγνωρίζεται και από τις Μεγάλες Δυνάμεις.

Στην περίοδο 1878-1914, οι ανταγωνισμοί των Μεγάλων Δυνάμεων και η διείσδυσή τους στα Βαλκάνια, έφεραν σιδηροδρόμους, τράπεζες, νέες εταιρείες και στρατιωτικούς εξοπλισμούς στο προσκήνιο.(Θυμίζει την σημερινή περίοδο της διπλωματίας των αγωγών…). Αυταρχικές, μοναρχικές κυβερνήσεις και αργότερα συνταγματικές μοναρχίες προωθούσαν τα συμφέροντα των ντόπιων αρχουσών τάξεων και εγγυούνταν τα δάνεια των μεγάλων αφεντικών. Η αύξηση της διείσδυσης της Γερμανίας και της Ιταλίας οδήγησε στη σύγκρουσή τους με τη Βρετανία και τη Γαλλία.

Η πορεία προς τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο είχε σαν σκαλοπάτι την έκρηξη των ανταγωνισμών στα Βαλκάνια. Όταν η Αυστροουγγαρία προσάρτησε τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη το 1908, άνοιξε ξανά η προοπτική αλλαγής των συνόρων με το διαμελισμό αυτή τη φορά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι Νεότουρκοι εξεγείρονται στη Θεσ/νίκη το 1908 ενώ οι Αλβανοί ανησυχούν μήπως απορροφηθούν από την Ιταλία, τη Σερβία ή την Ελλάδα.

Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, ο Α’ Παγκόσμιος και η Μικρασιατική Εκστρατεία του Βενιζέλου χάραξαν με αίμα τα σύνορα των βαλκανικών κρατών. Η αδυναμία επαναστατικής λύσης από τα κάτω οδήγησε σε μακελειό, προσφυγιά, μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών.(Διάβασε σχετικό άρθρο Π.Γκαργκάνα στο Σοσιαλισμό από τα κάτω Nο1). Η Μακεδονία διαμελίζεται με τη μερίδα του λέοντος να δίνεται στην Ελλάδα και στη Σερβία ενώ η Αλβανία ξεπροβάλλει σαν ανεξάρτητο κράτος το 1918. Η Τζέλαβιτς αναφέρει την κούρσα ανάμεσα στον ελληνικό και το βουλγαρικό στρατό για το ποιος θα μπει πρώτος στην πολυεθνική Θεσσαλονίκη, «το μεγάλο έπαθλο». Αυτοί οι πόλεμοι δεν είχαν να κάνουν με την «απελευθέρωση αλύτρωτων αδελφών». Γι αυτό οι σύμμαχοι του Α’ Βαλκανικού Πολέμου βρέθηκαν να σφάζονται στο Β’ Βαλκανικό Πόλεμο με την Βουλγαρία να είναι η ηττημένη. Οι βαλκανικές κυβερνήσεις μπήκαν στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και επιδιώκοντας την υλοποίηση των μεγαλοϊδεάτικων σχεδίων τους. Πρόσφεραν τους στρατούς τους στις μεγάλες δυνάμεις ελπίζοντας να πάρουν μέρος στην μοιρασιά στο τραπέζι των μεταπολεμικών συμφωνιών των Μεγάλων Δυνάμεων. Αδιαφορούσαν για τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων.

Ο Βενιζέλος ήταν από τους πιο αδίστακτους. Σε έγγραφό του στο βασιλιά το 1915, ανέφερε: «δε θα δίσταζα να προτείνω τη θυσία της Καβάλας, ακόμη και με μοναδικό σκοπό να σώσουμε τους οθωμανούς Έλληνες (της Μικράς Ασίας) και να βάλουμε τα θεμέλια μιας Μεγάλης Ελλάδας» (Σταυριανός σελ.1086). Το 1919 υπογράφει μυστική συμφωνία με τον Ιταλό Τιτόνι για την προσάρτηση της Νότιας Αλβανίας με αντάλλαγμα την περιοχή του Αυλώνα στην Ιταλία!(σελ.1321). Και το 1919 στέλνει στρατό να πολεμήσει την επαναστατική Ρωσία. Το 1920, με τη Συνθήκη των Σεβρών, κερδίζει τον έλεγχο της Σμύρνης στην Μ.Ασία, μιας περιοχής με 10 εκατομμύρια πληθυσμό στον οποίο τα 2 εκατομμύρια Έλληνες ήταν τόσο διάσπαρτοι ώστε δεν ήταν πουθενά πλειοψηφία. Όταν οι Μεγάλες Δυνάμεις είχαν στην κατοχή τους την Κων/πολη, η εξέγερση του Μουσταφά Κεμάλ με την καθοριστική συμμετοχή της αντίστασης των αγροτικών μαζών, απωθεί τον ελληνικό στρατό, που είχε φτάσει ως τον ποταμό Σαγγάριο, επιδιώκοντας τη διάλυση του τουρκικού κράτους.

Η δημιουργία ενός νέου κράτους, του «Βασίλειου των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων», που το 1928 μετονομάστηκε σε Γιουγκοσλαβία ήταν άλλο ένα αποτέλεσμα των συμβιβασμών των αρχουσών τάξεων πάνω στο “ρεαλιστικό” στάτους κβο του βαλκανικού μακελειού, χωρίς να τους απασχολεί καθόλου η τύχη μειονοτήτων, όπως των Αλβανών και των Μακεδόνων. Η δε Ρουμανία επεκτάθηκε εδαφικά ενσωματώνοντας μειονότητες στο 17% του πληθυσμού της.

Η συμφωνία της Γιάλτας ανάμεσα στους νικητές του Β’΄Παγκόσμιου Πολέμου μοίρασε τις σφαίρες επιρροής στα Βαλκάνια. Η Αντίσταση στην Ελλάδα έπρεπε να δώσει τον έλεγχο της χώρας στην Αγγλία, ενώ οι άλλες βαλκανικές χώρες βρέθηκαν στην επιρροή του Στάλιν. Η Γιουγκοσλαβία του Τίτο μετατράπηκε σε ομόσπονδο κράτος και αναγνώρισε την ύπαρξη 6 κρατών: Σερβία, Κροατία, Μαυροβούνιο, Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Σλοβενία και Μακεδονία, ενώ το Κόσοβο και η Βοϊβοντίνα κέρδισαν, μετέπειτα, δικαιώματα αυτονομίας. Η Τζέλαβιτς τονίζει τη μαζική συμμετοχή των Μακεδόνων στους Παρτιζάνους του Τίτο και στην ελληνική αντίσταση με την ισχυρή παρουσία του ΣΝΟΦ που ανήκε στις δυνάμεις του ΕΛΑΣ σαν ένα παράγοντα που οδήγησε στην δημιουργία της Δημοκρατίας της Μακεδονίας μέσα στην ομόσπονδη Γιουγκοσλαβία.

Η Ελλάδα πήρε τα Δωδεκάνησα, εντάχθηκε στο ΝΑΤΟ. Οπως αναφέρει η Τζέλλαβιτς δεν παραιτήθηκε από την διεκδίκηση της Νότιας Αλβανίας («Βόρεια Ήπειρο» κατά τους εθνικιστές) φτάνοντας να συμμετέχει σε συγκρότηση ένοπλων ομάδων με καθοδήγηση της CIA για την ανατροπή του Χότζα και την επαναφορά του βασιλιά Ζόγου!

Η επαναχάραξη των συνόρων μετά την κατάρρευση της επιρροής της Ρωσίας το 1989 και της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ στα Βαλκάνια δεν υπολείπεται σε κυνισμό από τις περιγραφές των συγγραφέων για προηγούμενες περιόδους. Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας με την επέμβαση του ΝΑΤΟ και της ΕΕ χάραξε νέα σύνορα και άνοιξε ξανά την όρεξη για αρπαγές και επιρροή από τα ντόπια καπιταλιστικά κράτη. Οι σφαγές και οι πόλεμοι, η ανεξαρτητοποίηση της Κροατίας, της Σλοβενίας, η ίδρυση προτεκτοράτων όπως της Βοσνίας και του Κοσσόβου με τον πιο ξεδιάντροπο αποικιακό τρόπο είναι οι συνέπειες της νέας ανατροπής της ισορροπίας στην περιοχή.

Η ανάλυση των δύο συγγραφέων είναι επίκαιρη στις μέρες μας. Η στρατηγική των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ φέρνει ξανά τους πολέμους από τον Kαύκασο μέχρι τα Βαλκάνια.Τα ανοικτά ζητήματα των μειονοτήτων, των νέων προτεκτοράτων, όπως του Κοσόβου και της Βοσνίας και η σύγκρουση Ελλάδας-Δημοκρατίας της Μακεδονίας «για το όνομα», επιβεβαιώνουν ότι τα Βαλκάνια δεν έχουν πάψει να είναι η πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης, που οδήγησε σε αιματηρούς πολέμους και μαζικές σφαγές για την χάραξη των συνόρων. Γι αυτό η Τζέλαβιτς και ο Σταυριανός είναι επίκαιροι και πολύτιμοι στις μέρες μας.

¶€ÙÚÔ˜ KˆÓÛÙ·ÓÙ›ÓÔ˘

Μετά τη βιογραφία του Τρότσκι και την «υπόθεση Τουλάγεφ» εκδόθηκε φέτος στα ελληνικά και η αυτοβιογραφία του Βίκτορ Σερζ, «Αναμνήσεις ενός επαναστάτη». Στις γλαφυρές, γεμάτες με ονόματα, λεπτομέρειες και γεγονότα, σελίδες του ο συγγραφέας περιγράφει τη ζωή του μέσα στην ταραγμένη περίοδο πολέμων και επαναστάσεων από τις αρχές του 20ου αιώνα μέχρι το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Από τη νίκη της Ρωσικής Επανάστασης τον Οκτώβρη 1917, την υπεράνθρωπη προσπάθεια για την υπεράσπισή της απέναντι στους ευρωπαικούς ιμπεριαλιστικούς στρατούς έως το 1921 μέχρι την πάλη της αντιπολίτευσης του Τρότσκι ενάντια στη γραφειοκρατία και το σταλινισμό μέσα κι έξω απ’ τη Ρωσία ο Σερζ ήταν παρών στις μεγάλες στιγμές του κινήματος πάντα με την πλευρά της επανάστασης.

Ο Σερζ γεννήθηκε στις Βρυξέλλες το 1890, παιδί μορφωμένων αλλά φτωχών Ρώσων εμιγκρέδων με ενεργή δράση ενάντια στο τσαρικό καθεστώς. Από έφηβος κερδήθηκε στις αντιεξουσιαστικές ιδέες που πρόβαλαν μια ριζοσπαστική διέξοδο ενάντια στη φιλήσυχη ρεφορμιστική ηγεσία του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος του Βελγίου. Ο Σερζ περιγράφει την ομάδα όπου συμμετείχε με ειλικρίνεια: «..Η εκλογική πολιτική με εξόργιζε περισσότερο απ΄ όλα… είχαμε επιθυμήσει ένα σοσιαλισμό φλογερό και αγνό και είχαμε αρκεστεί σ΄ έναν εριστικό σοσιαλισμό» (σελ. 31). Στα 19 του ο Σερζ βρέθηκε στο Παρίσι και συνδέθηκε, χωρίς όμως ποτέ να ταυτιστεί, με τους ατομικιστές αναρχικούς, των οποίων οι ομάδες γρήγορα πέρασαν στον ιλλεγκαλισμό, τη θεωρητικοποίηση δηλαδή της μη νομιμότητας, η οποία, με τα λόγια του ίδιου του συγγραφέα, «μεταμόρφωνε τους ιδεαλιστές της συντροφικής ζωής σε σπεσιαλίστες σκοτεινών παράνομων επαγγελμάτων» (σελ. 47). Εξαιτίας μιας αστυνομικής σκευωρίας ο Σερζ βρέθηκε στη φυλακή για 5 χρόνια. Μετά από την αποφυλάκισή του έφυγε για τη Βαρκελώνη, ήδη όμως είχε αρχίσει να στρέφει τις ελπίδες του προς τη Ρωσία όπου η εργατική τάξη, είχε μόλις κατακτήσει την εξουσία.

Ο Σερζ δεν αμφέβαλε ούτε στιγμή για το ότι η Επανάσταση του Οκτώβρη ήταν η εναλλακτική λύση απέναντι στο σφαγείο του Α Παγκοσμίου Πολέμου. Το Γενάρη του 1919, μετά από περιπέτειες κατάφερε να φτάσει στη Ρωσία και αμέσως ρίχτηκε στο μέτωπο για την υπεράσπισή της. Ήταν η περίοδος που οι Λευκοί στρατοί από 14 ιμπεριαλιστικές χώρες είχαν εκστρατεύσει ενάντια στο νεαρό εργατικό κράτος που έδινε μια ηρωική μάχη επιβίωσης με ελάχιστα μέσα και βασιζόταν μόνο στην αυτοθυσία των εργατών και των φτωχών αγροτών. Ο Σερζ δεν άργησε να αποφασίσει: «..θα ήμουν μαζί με τους μπολσεβίκους, αλλά εκούσια, χωρίς να παραιτούμαι από τις σκέψεις μου, ούτε από την κριτική μου στάση» (σελ. 122). Έτσι λίγο αργότερα προσχώρησε στο μπολσεβίκικο κόμμα. Ο συγγραφέας περιγράφει τον εμφύλιο πόλεμο σαν ένα τιτάνιο αγώνα από πραγματικούς, ζωντανούς ανθρώπους, όχι χωρίς λάθη και παραλείψεις, ενώ ταυτόχρονα καταγγέλει τις υπερβολές και τις αυθαιρεσίες που πιστεύει οτι γίνονταν από την Τσεκά, την υπηρεσία ενάντια στα σαμποτάζ και την αντεπανάσταση. Περιγράφει το πώς κλονίστηκε από την καταστολή της εξέγερσης της Κροστάνδης το 1921, όμως τελικά συντάχθηκε με τη θέση του Τρότσκι γιατί «παρά τα λάθη του και τις καταχρήσεις του το μπολσεβίκικο κόμμα είναι αυτή τη στιγμή η μεγάλη οργανωμένη και ευφυής δύναμη και σίγουρα σ’ αυτήν πρέπει να έχουμε εμπιστοσύνη» (σελ. 195). Οι μπολσεβίκοι βέβαια δεν πίστευαν στο «σοσιαλισμό σε μια χώρα», αλλά εξαρτούσαν τη σωτηρία της ίδιας της επαναστατικής Ρωσίας από την εξάπλωση της επανάστασης στο εξωτερικό. Οι ευκαιρίες αυτές υπήρξαν: από τη Γερμανία μέχρι την Ουγγαρία και την Ιταλική «κόκκινη διετία» ο καπιταλισμός τραντάχθηκε συθέμελα, στο τέλος όμως κατάφερε να επιβιώσει. Ο Σερζ ήταν κι ο ίδιος διεθνιστής και πίστευε πραγματικά στην ανάγκη και τη δυνατότητα εξάπλωσης της επανάστασης στο εξωτερικό γι΄αυτό και από το 1921 μέχρι το 1925 δραστηριοποιείται στην Κεντρική Ευρώπη για λογαριασμό της Κομμουνιστικής Διεθνούς.

Όταν επιστρέφει στη Ρωσία, τέλη του 1925, η κατάσταση έχει αλλάξει ριζικά. Μετά το θάνατο του Λένιν, η γραφειοκρατία με επικεφαλής το Στάλιν έχει πάρει τα ηνία. Ο Τρότσκι και η αριστερή αντιπολίτευση έδωσαν για χρόνια έναν άνισο αγώνα ενάντια στη γραφειοκρατία και τον πολιτικό της εκφραστή, το Στάλιν και υπέρ της εργατικής δημοκρατίας και του διεθνισμού. Ο Σερζ συντάχθηκε με την Αντιπολίτευση και έδωσε μια απεγνωσμένη μάχη, η οποία κατέληξε στη διαγραφή του το 1928, έναν χρόνο μετά τη διαγραφή και την εκδίωξη του ίδιου του Τρότσκι. Μέχρι τότε ανέπτυξε μια αδιάκοπη δραστηριότητα: Από τις κομματικές συνεδριάσεις όπου οι εγκάθετοι του Στάλιν διέκοπταν αυτόν και κάθε αντιπολιτευόμενο, μέχρι τις μισοπαράνομες συζητήσεις με εργάτες, προσπαθεί να απευθυνθεί σε μια τάξη η οποία όμως έχει πια εξαντληθεί από τους πολέμους και τις κακουχίες. Από το 1933 ο Σερζ εξορίστηκε στα Ουράλια μαζί με την οικογένειά του και απελευθερώθηκε μόνο μετά από μια επίμονη διεθνή καμπάνια το 1936, οπότε και απελάθηκε από την ΕΣΣΔ και επέστρεψε στις Βρυξέλλες. Ο Σερζ προσπάθησε να ενημερώσει το κίνημα στην Ευρώπη